Ευτυχώς είναι και δικοινοτικό

Τρίτη, 8/5/2018 - 11:35
Γιώργος Κασκάνης
Διευθυντής Ενημέρωσης Alpha Κύπρου

Ο δικοινοτικός χαρακτήρας του Κυπριακού προβλήματος υπήρξε ανέκαθεν το στοιχείο εκείνο που «ερέθιζε» τους οπαδούς της μίας και μοναδικής ερμηνείας. «Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής, κατοχής και καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ήταν και παραμένει η πάγια θέση της συγκεκριμένης προσέγγισης, ακόμα και όταν οι εκφραστές της συζητούσαν κατά προτεραιότητα τις εσωτερικές πτυχές. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Όπως, όμως, είναι και ανιστόρητη και εν πολλοίς απολίτικη η θέση που με μια επιτήδεια αφέλεια εκφράζεται και παραπέμπει στο «εμείς ζούσαμε μια χαρά με τους Τουρκοκύπριους». Όπως και νά ‘χουν τα πράγματα, δεκαετίες μετά, ίσως είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι, ευτυχώς, το Κυπριακό είναι ΚΑΙ δικοινοτικό πρόβλημα. Γιατί;

Στην περίπτωση της εισβολής μιας χώρας σε άλλη, πέραν των θεωρητικών ψηφισμάτων και καταγγελιών, εκείνο που υπερισχύει είναι η δυνατότητα του ισχυρού μέσα στο παγκόσμιο σύστημα να επιβάλλεται. Μήπως μιλά κανείς πλέον για την Κριμαία; Μήπως επικρίνεται το Ισραήλ για την κατοχή παλαιστινιακών εδαφών; Κι όταν μιλούμε, εξαντλούμαστε σε απλές αναφορές και υποτονικές καταγγελίες. Η Τουρκία, ειδικά τα χρόνια που προηγήθηκαν, θα μπορούσε άνετα να ενσωματώσει τα κατεχόμενα με τις λιγότερες δυνατές συνέπειες για την ίδια. Δεν το έκανε για μια σειρά από λόγους, ένας εκ των οποίων είναι και το γεγονός ότι για να προσφέρει «νομιμοποίηση» στις ενέργειές της, αναβάθμισε την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μεταξύ του «το Κυπριακό τελείωσε το ‘74» και του «να τα βρουν μεταξύ τους οι δύο κοινότητες», υπάρχει μεγάλη απόσταση και αποδεικνύει και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις που φέρνει στην πολιτική η ίδια η ζωή. Τίποτα δεν είναι στατικό. Ούτε καν η εποχή Ντενκτάς δεν ήταν, που εξυπηρετούσε την πολιτική της αυστηρής διχοτόμησης.

Μέσα λοιπόν από τη μακρά διαδρομή, αναδείχθηκε μια τουρκοκυπριακή κοινότητα η οποία διεκδικεί δικαιώματα αλλά και επιχειρεί να διατηρήσει την αυτονομία της έναντι μιας μεγάλης χώρας (Τουρκία) που κινείται πλέον προς άλλες κατευθύνσεις. Ο δικοινοτικός αυτός χαρακτήρας του Κυπριακού δίνει τις δυνατότητες να προβληθούν ακόμα περισσότερο οι ιδέες της επανένωσης, του ανεξάρτητου κράτους, της αποδέσμευσης από τα δεσμά του παρελθόντος. Σε τελική ανάλυση, εάν η τουρκοκυπριακή κοινότητα αντιλαμβάνεται ότι η σκιά της Τουρκίας είναι πολύ βαριά για την ίδια, μόνο προς την ελληνοκυπριακή κοινότητα μπορεί να στραφεί.

Είμαστε όμως έτοιμοι να στηρίξουμε μια τέτοια προοπτική; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Όταν μονίμως ταυτίζουμε τους τουρκοκύπριους με την Τουρκία, όταν μονίμως βλέπουμε συνωμοσίες πίσω από τις θέσεις που εκφράζουν, όταν περιορίζουμε στο ελάχιστο την επαφή των ανθρώπων, όταν δεν δημιουργούμε γέφυρες μεταξύ των νέων, όταν απορρίπτουμε κάθε λογική άμεσης επικοινωνίας υπό το φοβικό σύνδρομο της αναγνώρισης του ψευδοκράτους, όχι μόνο δεν ανταποκρινόμαστε σε αυτή την ανάγκη αλλά ενισχύουμε τα ακραία στοιχεία της τουρκοκυπριακής κοινότητας τα οποία σαφώς εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Άγκυρας. Φαίνεται πως αυτός ο παράγοντας δεν θα γίνει ποτέ αντιληπτός από την πολιτική ηγεσία. Φαίνεται ότι οι πολιτικοί μας προτιμούν να συζητούν με τους ομόλογούς τους αντί με τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό τον τόπο. Μέχρι που το πρόβλημα θα πάψει να είναι και δικοινοτικό, διότι η μία κοινότητα θα εξαφανιστεί...