Μπορούν τελικά να συνυπάρξουν οι λαοί;

Παρασκευή, 30/11/2018 - 14:39
Ιωάννης Σάββα
Γράφει ο Ιωάννης Σάββα
Αρχαιολόγος-Ιστορικός ερευνητής

Απόγευμα Κυριακής και παρκάρω το αμάξι μου εντός των Τειχών της παλαιάς πόλης της Λευκωσίας. Όπως πάντα, εκεί γίνονται δημόσια έργα που θυμίζουν λίγο το Γιοφύρι της Άρτας. Αφού αφήσαμε το αμάξι, εγώ και ένας πολύ καλός φίλος, ξεκινούμε από τον μικρό κυκλικό κόμβο του ΟΧΙ να βαδίζουμε ευθεία προς τα κάτω, προς την Παλιά Αγορά. Γενικά, όταν κατεβαίνω στην περιοχή αυτή με κυριαρχεί μία αίσθηση μελαγχολίας και νομίζω ότι ταξιδεύω πίσω στο χρόνο, σε χρόνους και τόπους  εγκαταλελειμμένους στην απολησμονιά τους. Κάτι σαν τις γνωστές πόλεις-φαντάσματα του Φαρ Ουέστ.

Αυτή τη φορά όμως η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Ζωηρές φωνές, φωτισμένες βιτρίνες και μία έντονη κινητικότητα, ασυνήθιστη για την περιοχή και πόσο μάλλον για Κυριακή απόγευμα. Όλα τα αναξιοποίητα, εγκαταλελειμμένα μαγαζάκια της περιοχής είχαν μετατραπεί σε μικρές επιχειρήσεις ποικίλης φύσεως: μπακάλικα, καφενεία, κρεοπωλεία, κουρεία, είδη ρουχισμού κτλπ. Οι ιδιοκτήτες ήταν κυρίως οικονομικοί μετανάστες από διάφορες ασιατικές χώρες (Πακιστάν, Ινδία, Μπανγκλαντές, Συρία, Σρι Λάνκα, κοκ) αλλά και κάποιοι Ελληνοκύπριοι, όλοι νεαρών ηλικιών.

  • Είναι λες και ήρθαμε διακοπές στο Ισλαμαμπάντ, μου λέει χαμογελώντας ο συνοδοιπόρος μου.
  • Είδες; του απαντώ εγώ, με δέκα ευρώ και μία ώρα δρόμο βρεθήκαμε σε χώρες μακρινές. Τι τα θες τα αεροπλάνα;

Στην μέση της διαδρομής ορθωνόταν το Τζαμί Μπαϊρακτάρη, ολόφωτο κι αυτό, με κόσμο μαζεμένο μέσα και έξω από αυτό, θα πρέπει να ήταν η ώρα της εσπερινής λατρείας. Από τα ηχεία ακουγόταν στεντόρεια και λιγάκι απόκοσμη η φωνή του Χότζα. Ένας τρίτος φίλος, κάτοικος Λευκωσίας, που περίμενε να μας συναντήσει εκεί για να καταλήξουμε στην Αγορά, διέκοψε την σκέψη μου.  

  • Έχει γίνει «γκέτο» η περιοχή εδώ, όπως βλέπετε.
  • Πολλά έχουν αλλάξει απ’ τον καιρό που έχει να έρθω εδώ, από τότε που έβγαζα σκοπιά λίγο πιο κάτω, αποκρίθηκα εγώ κοιτάζοντας τις γκρίζες, μισοφθαρμένες κόγχες του πεζοδρομίου.

Έφυγα από την Λευκωσία αργά το βράδυ. Στον δρόμο της επιστροφής και κατά την διάρκεια ολάκερης της νύχτας συλλογιζόμουν, μπορούν τελικά να συνυπάρξουν ειρηνικά οι λαοί; Είναι σπουδαίο πράγμα να συλλογιέται κανείς και ακόμα πιο σπουδαίο να συλλογιέται ελεύθερα. Έτσι κι εγώ, ξεκίνησα με έναν πολύ απλό συλλογισμό: Αν όλοι όσοι ζουν στον πλανήτη μας ανήκουν στο ίδιο βιολογικό «είδος», αν όλοι είναι μέλη της ανθρώπινης φυλής, αν σε όλους τους πολιτισμούς συναντάμε  τις ίδιες παν-ανθρώπινες ανάγκες και τα ίδια ήθη (τοκετός και έθιμα γέννησης, οικογενειακές αξίες, η αγάπη της μάνας, η κοινή μοίρα του θανάτου και τα συν αυτώ, η πίστη στο θείο και στο μεταφυσικό, ο μόχθος, τα δάκρυα), αν σε όλους τους ανθρώπους ρέει το ίδιο κόκκινο αίμα, τότε τι είναι αυτό που καθιστά την ειρήνη μεταξύ των λαών ανέφικτη; Αφού η ανθρώπινη ουσία είναι παντού η ίδια, πως προκύπτουν όλα αυτά που μας χωρίζουν και ενίοτε μας σκοτώνουν κιόλας; Γιατί τους φοβόμαστε λοιπόν και γιατί μας φοβούνται;

Μια σκοτεινή μνήμη, καταχωνιασμένη στο υποσυνείδητο μου, αναδύθηκε για να με στοιχειώσει. Θυμήθηκα έναν γνώριμο από το Πανεπιστήμιο, ακροδεξιών πεπειθήσεων, που μου έλεγε:

  • Σφάξιμο θέλουν όλοι αυτοί, να ξεβρωμίσει ο τόπος. Αυτοί δεν θέλουν το καλό του «έθνους». Με την πρώτη ευκαιρία θα μας την κάνουν. Γι’αυτό σου λέω, κάλλιο αυτοί παρά εμείς.

Έκλεισα βιαστικά τα μάτια μου, για να ημερέψω την μνήμη αυτή. Ξαναβρέθηκα νοερά στην παλαιά Λευκωσία και στην γειτονιά του ΟΧΙ, στους ίδιους δρόμους και στα ίδια μαγαζιά. Μόνο που αυτή τη φορά δεν έβλεπες τους άνθρωπους να δουλεύουν και να χαμογελούν, ούτε οι βιτρίνες ήταν ολόφωτες. Έβλεπες παντού αίματα, στα πατώματα των μαγαζιών, στις βιτρίνες, στα πεζοδρόμια, έτρεχε το αίμα μπόλικο και χάμω σκόρπια τα πτώματα των ανθρώπων, μαζί με τις οικογένειες τους, γυναίκες, παιδάκια, ηλικιωμένοι, όλοι χάμω, σκοτωμένοι.

  • Όχι, όχι, ούρλιαξα δυνατά και ανασκουμπώθηκα.

Τώρα είχα πάρει την απάντηση μου. Δεν μπορούν να συνυπάρξουν οι λαοί, τουλάχιστον όχι ακόμα. Όσο εξαπλώνεται η ιστορική άγνοια και όσο η έλλειψη ευρύτερης παιδείας καλλιεργεί σε ανεγκέφαλους εγκεφάλους εθνικές φαντασιώσεις περί «ανώτερων λαών» ή χυδαίες αντιλήψεις, όπως παραδείγματος χάριν ότι κάποιοι άνθρωποι, λόγω καταγωγής και μόνο, «βρωμάνε», άρα εξαλείφοντάς τους «ξεβρωμίζουμε» ή ας πούμε, κάποιοι άνθρωποι είναι εξ ορισμού κακοί επειδή έτυχε να ανήκουν στο τάδε «εχθρικό» έθνος, η συνύπαρξη παραμένει ανέφικτη, μία χίμαιρα για ρομαντικούς οραματιστές. Όσο υπάρχουν συγκρούσεις οικονομικές, όσο ιδωτικά και συλλογικά συμφέροντα βαφτίζονται αυθαίρετα ως «εθνικά», όσο η πεπτωκυία και διεστραμμένη φύση του ανθρώπου απολαμβάνει προς ίδιον όφελος την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δεν προσδοκώ «ζωήν του μέλλοντος αιώνος».

Επομένως ο θεσμός του έθνους μαζί με το γνήσιο τέκνο του, τον θεσμό του κράτους, παραμένουν απαραίτητα ακόμα. Το Κεφάλαιο, που ως έννοια υπερεθνική εκ φύσεως δεν δίνει δεκάρα για τα έθνη, χρειάζεται απαραιτήτως τους εθνικούς ανταγωνισμούς για να μπορεί να ελέγχει την παγκόσμια οικονομία, να χαλκεύει κρίσεις και πολέμους προς όφελος των εμπόρων και φυσικά να αυτορυθμίζεται ως φυσική μήτρα και απόληξη του υφιστάμενου καπιταλιστικού συστήματος. Θα ήταν παράλογο οπότε να ζητά κάποιος, κάτω από αυτές τις συνθήκες, την κατάργηση του έθνους-κράτους, εξίσου παράλογο με το να ζητάει την κατάργηση του στρατού όταν όλες οι άλλες χώρες διατηρούν τω όντι και εν δυνάμει «εθνικούς» στρατούς.

Το γεγονός όμως ότι οι θεσμοί αυτοί είναι προς το παρόν δυστυχώς απαραίτητοι, και λέω δυστυχώς γιατί αποτελούν τροχοπέδη στις ανθρώπινες σχέσεις και στην διαφύλαξη του ιδανικού της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάψουμε να αγωνιζόμαστε για το καλύτερο. Οφείλουμε, όσοι από μας αγαπάμε τον Άνθρωπο και δεν ψάχνουμε προφάσεις να τον εκμεταλλευτούμε, να οραματιζόμαστε το επόμενο πολιτειακό σύστημα, εκείνο που θα επιτρέψει την συνύπαρξη των λαών και θα καταργήσει δια παντός τον φονταμενταλισμό, τις διακρίσεις όλων των ειδών καθώς και το σκότος των προκαταλήψεων. Όταν οι ιατροί έψαχναν θεραπεία για την λέπρα και δεν την έβρισκαν, δεν τα παραίτησαν, συνέχισαν και πειραματίζονταν μέχρι επιτέλους να την ανακαλύψουν. Το ίδιο έκαναν και οι επιστήμονες που αναζητούσαν τον ηλεκτρισμό και την μαγνητική ενέργεια, ανακαλύψεις που ευνόησαν αναμφίβολα την ζωή. Αυτό είναι άλλωστε το νόημα του πολιτισμού και η σύνοψή του.

Το αστικό καπιταλιστικό σύστημα της εποχής μας, όπως και όλα τα συστήματα διακυβέρνησης, θα πάρει αναπόφευκτα την θέση του στο χρονοντούλαμπο της Ιστορίας. Η ροή της Ιστορίας και τα δισεκατομμύρια των πεινασμένων στην Αφρική, στην Ασία, στην Νότια Αμερίκή δεν θα μας περιμένουν και ούτε θα χρειαστεί να ρωτήσουν καμία μαμά Ευρώπη, όταν φυσήξει ο αέρας της αλλαγής και κινηθεί ο τροχός της αλληλεγγύης, τον οποίον τροχό κάποιοι λυσσομανάνε να μας πείσουν ότι είναι αμετακίνητος. Ας μην χάψουμε  όμως ούτε και το παραμύθι ότι το αστικό μοντέλο δυτικού τύπου είναι το καλύτερο που μπορεί να εφαρμοστεί και μετά από αυτό δήθεν βρίσκεται το χάος. Σίγουρα είναι καλύτερο από τα προηγούμενα αλλά η ανθρωπότητα έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει μέχρι να ανακαλύψει το τέλειο σύστημα διακυβέρνησης, όπως γίνεται κατάδηλο από την αδυναμία ειρηνικής συμβίωσης των εθνοτικών και θρησκευτικών συνόλων.

Μέχρι τότε, λοιπόν, έχουμε καθήκον, να υπερτονίζουμε ότι αυτό δεν είναι το τέλειο σύστημα διακυβέρνησης και να αγωνιζόμαστε να φτιάξουμε τον κόσμο εκείνον της ειρήνης, όπου οι άνθρωποι δεν θα σκοτώνονται απλά επειδή έτσι αποφάσισαν άλλοι άνθρωποι (λες κι αυτοί είναι θεοί, σε μια ατόφια ειδωλολατρία) και όπου η μόνη παρανομία θα είναι η βαρβαρότητα σε όλες της τις εκφάνσεις.