"Δεν παρασιωπήσαμε την σκανδαλώδη κακοδιαχείριση, όπως ζητούσε με επιστολές"

Παρασκευή, 29/12/2017 - 11:12
Μικρογραφία

Η Ελεγκτική Υπηρεσία απορρίπτει ως απαράδεκτη στην ολότητά της τη χθεσινή ανακοίνωση της Επιτρόπου Νομοθεσίας και Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
 
Σε σημερινή ανακοίνωσή της, η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει ότι η ανακοίνωση της Επιτρόπου «είναι απόδειξη της αντίστασης κάθε ελεγχόμενου στην ανάδειξη της κακοδιαχείρισης για την οποία ο ίδιος ευθύνεται αποκλειστικά».
 
Αναφέρει ότι «πολύ ορθά η Επίτροπος νιώθει λύπη για την Έκθεση, αλλά ο λόγος της λύπης θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της Έκθεσης και όχι ότι δεν παρασιωπήσαμε την σκανδαλώδη κακοδιαχείριση, όπως ζητούσε με τις επιστολές της».
 
Κατά την Ελεγκτική Υπηρεσία, είναι «απαράδεκτο να επικρίνει η Επίτροπος την Ελεγκτική Υπηρεσία γιατί δεν διαμόρφωσε την Έκθεση της όπως η ίδια η Επίτροπος απαιτούσε. Αυτό συνιστά προσπάθεια παρέμβασης στο έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η οποία λαμβάνει τις απόψεις του ελεγχόμενου και τις παραθέτει και σχολιάζει όπως η ίδια θα αποφασίσει», σημειώνει. Η διαδικασία αυτή, συνεχίζει, «διασφαλίζει την πληρότητα της έκθεσης, και θεωρούμε ότι τούτο έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι η Επίτροπος δεν μπόρεσε να παραθέσει ούτε ένα στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί τα υπέρογκα ποσά που διασπαθίζονται σε διάφορες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με αδιαφανείς διαδικασίες, και την απορρέουσα προφανή εικόνα κακοδιαχείρισης του Γραφείου της».
 
Το γεγονός ότι «ενώπιόν του ο Γενικός Ελεγκτής είχε το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας (ΓΕΝ) και το Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού (ΓΕΠ), δύο εντελώς διαφορετικούς θεσμούς, με εντελώς διαφορετική νομική βάση», είναι ρητά διατυπωμένο στην Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, και εν πάση περιπτώσει αυτό, επί της ουσίας, ουδόλως μπορεί να προβάλλεται ως άλλοθι για την κακοδιαχείριση. "

 
Όπως, συμπληρώνει, «δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την κακοδιαχείριση η αναφορά της Επιτρόπου ότι η κατάρτιση ομοσπονδιακών νόμων στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος, συνιστά ειδική αρμοδιότητα που ανατέθηκε στην Επίτροπο Νομοθεσίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ασκείται στη βάση συγκεκριμένης Απόρρητης Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου» και διερωτάται «τί εννοεί η Επίτροπος; Όταν αναθέτει τις συμβάσεις ύψους εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ για το θέμα αυτό, θα παραμένει ανεξέλεγκτη;»
 
Επίσης, προσθέτει, «η Επίτροπος αποφεύγει να σχολιάσει το γεγονός ότι το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 18.12.2017 συμφώνησε μαζί μας ότι η ανάθεση έργων και υπηρεσιών από την Επίτροπο θα πρέπει να υπακούει στις αρχές της συνετής διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών και ότι το θέμα της ετεροβαρούς κατανομής ανάθεσης εργασιών σε συνάρτηση με την έλλειψη επαρκούς σαφήνειας στους όρους εντολής των συμβάσεων, εντοπίστηκε και από το Υπουργείο Οικονομικών».
 
Στην περσινή Ετήσια Έκθεση της Υπηρεσίας μας που δημοσιοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2016 είχαμε καταγράψει ότι «στα πλαίσια απόρρητης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για θέματα που αφορούν στην ετοιμασία νομοθετημάτων που σχετίζονται με τις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος έχουν υποβληθεί σχετικές παρατηρήσεις στην Επίτροπο Νομοθεσίας και Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Δεν περιλαμβάνονται όμως στην παρούσα έκθεση λόγω του απόρρητου χαρακτήρα τους.». Αυτό είχε κριθεί αναγκαίο από την Υπηρεσία μας αφού λίγες μέρες μετά θα γινόταν οι συνομιλίες για το Κυπριακό στην Γενεύη και θεωρήσαμε ότι δεν ήταν ορθό να αναδείξουμε οποιοδήποτε θέμα που αφορούσε το Κυπριακό. Η τότε απάντηση της Επιτρόπου ήταν ότι δήθεν πρώτιστο μέλημά της είναι να υπάρξει συμμόρφωση με τις συστάσεις της Υπηρεσίας μας.
 
Προφανώς, συμπληρώνει, "η Επίτροπος θεώρησε ότι θα μπορούσε να περιφρονεί την Υπηρεσία μας επ’ άπειρον και ότι τίποτε δεν θα δημοσιοποιείτο. Ο πολίτης όμως δικαιούται να γνωρίζει ώστε να υπάρχει η αναγκαία λογοδοσία αυτών που ο νόμος έταξε να φέρουν προσωπική ευθύνη για τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος".