Γιατί είναι αναγκαία όσο ποτέ η νομοθεσία για εργασιακό εκφοβισμό;

Τετάρτη, 19/7/2023 - 16:00
Μικρογραφία

Εργασιακός εκφοβισμός, τοξικό εργασιακό περιβάλλον. Φαινόμενα που εντοπίζονται τόσο στον δημόσιο και ημικρατικό τομέα όσο και στον ιδιωτικό, οι συντεχνίες δέχονται καταγγελίες, ωστόσο εντοπίζουν νομικό κενό, δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο, που να ρυθμίζει αδίκημα.

Για το θέμα μιλούν στο ΚΥΠΕ η Γραμματέας Τμήματος Εργαζομένων Γυναικών ΣΕΚ Δέσποινα Ησαΐα, η Γραμματέας του Γραφείου Γυναικών Εργατοϋπαλλήλων της ΠΕΟ Μαρίνα Κούκου και η Επίτροπος Διοικήσεως Μαρία Στυλιανού Λοττίδη.

Ενας στους δύο εργαζόμενους υπήρξε θύμα εργασιακού εκφοβισμού, σύμφωνα με έρευνα της ΣΕΚ και η συντεχνία θέτει ως στόχο τη ρύθμιση του κενού στην νομοθεσία, ώστε να τερματιστεί το φαινόμενο να είναι χωρίς αντίκρισμα οι καταγγελίες για αυτές τις συμπεριφορές, είπε στο ΚΥΠΕ η Γραμματέας Τμήματος Εργαζομένων Γυναικών ΣΕΚ Δέσποινα Ησαΐα.

Η Γραμματέας του Γραφείου Γυναικών Εργατοϋπαλλήλων της ΠΕΟ Μαρίνα Κούκου, συμφωνώντας ότι το κενό στη νομοθεσία πρέπει να συμπληρωθεί, είπε στο ΚΥΠΕ, ότι με βάση μελέτες και από την εμπειρία ο εργασιακός εκφοβισμός και το τοξικό εργασιακό περιβάλλον έχει επιπτώσεις στην υγεία του εργαζόμενου αποδέχτη, έχει όμως και αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την επιχείρηση εργοδότησης.

Η Επίτροπος Διοικήσεως Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, μιλώντας στο ΚΥΠΕ, αφού επεσήμανε πως η εργασία υπό ασφαλείς και αξιοπρεπείς συνθήκες, χωρίς διακρίσεις στη βάση του φύλου ή άλλου προστατευόμενου χαρακτηριστικού του, αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα, παροτρύνει όποιο εργαζόμενο νιώθει ότι παραβιάζεται αυτό του το δικαίωμα να επικοινωνήσει με το Γραφείο της, ώστε να καθοδηγηθεί σε σχέση με τις επιλογές και τις δυνατότητες που έχει, ώστε το δικαίωμα αυτό να μην παραβιάζεται και να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση». 

Η Επίτροπος ανέφερε ότι έχει επισημανθεί από το Γραφείο της η ανάγκη εισαγωγής νομοθεσίας η οποία θα ρυθμίζει το ζήτημα του εργασιακού εκφοβισμού.

Η Ησαΐα είπε ότι στο πλαίσιο πρόσφατης συνάντησης με την Υπουργό Δικαιοσύνης Άννα Κουκκίδη Προκοπίου, η ΣΕΚ για άλλη μια φορά έθεσε επιτακτικά το πρόβλημα που δημιουργείται μέσα από την ανεπάρκεια του νομοθετικού πλαισίου που καλύπτει τον εργασιακό εκφοβισμό και την σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας.

Διευκρίνισε ότι ο νόμος για την σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, έχει θεσπιστεί με βάση κοινοτική οδηγία και μέσα από τον υφιστάμενο νόμο, οι διακρίσεις εδράζονται μόνο στη διάκριση λόγω φύλου.

Συνεχίζοντας εξήγησε περαιτέρω ότι αναφορικά με τον εργασιακό εκφοβισμό, όταν μία γυναίκα καταγγείλει ότι υπέστη υποτιμητική συμπεριφορά στην εργασία της από γυναίκα, ή ένας άνδρας υπέστη τέτοια συμπεριφορά από άνδρα, δεν υπάρχει αδίκημα.

Η ΣΕΚ έθεσε στην Πρόεδρο της Βουλής, στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Εργασίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Υπουργό Δικαιοσύνης και θα θέσει σε επερχόμενη συνάντηση στο Υπουργείο Εργασίας την επιτακτική ανάγκη θέσπιση νέας νομοθεσίας για τον εργασιακό εκφοβισμό, ώστε να δημιουργείται αδίκημα, ανεξάρτητα του φύλου, πρόσθεσε.

Περαιτέρω ανέφερε ότι ο εκφοβισμός στον χώρο εργασίας είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα το οποίο η ΣΕΚ θέτει από το 2019 και συνεχίζει να το θέτει. Πρόσθεσε πως δηλώνει απερίφραστα πως «εδώ και τέσσερα χρόνια διεκδικούμε το αυτονόητο».

Διατύπωσε επίσης τη θέση ότι τα θύματα εργασιακού εκφοβισμού και άλλης μη φυλετικής διάκρισης είναι και θύματα του κράτους, της πολιτείας.

Παρατήρησε ότι «συστήνουμε στον κόσμο να καταγγέλλει, αλλά οι καταγγελίες τους δεν έχουν αντίκρισμα», καθώς δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να ρυθμίζει αδίκημα.  

Ακολούθως ανέφερε ότι η ΣΕΚ διενήργησε έρευνα πριν από ένα χρόνο, η οποία διαπιστώνει ότι ένας στους δύο εργαζόμενους υπήρξε θύμα εργασιακού εκφοβισμού και συνεπώς νιώσαμε ότι πρέπει να ανταποκριθούμε στην ανάγκη των εργαζομένων να τύχουν στήριξης και αυτό ώθησε την ΣΕΚ να δημιουργήσει τηλεφωνική γραμμή 77775575 στήριξης για τα θύματα εργασιακού εκφοβισμού και σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας. Πρόσθεσε ότι μέσα από τη γραμμή στήριξης τα θύματα θα μπορούν να τυγχάνουν ψυχολογικής στήριξης ώστε το εργαζόμενη θύμα να βρεθεί σε θέση διαχείρισης ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς στον χώρο εργασίας.

Η κ. Ησαΐα επεσήμανε ότι στήριξη για να ανταπεξέλθουν σε τέτοιου είδους συμπεριφορές παρέχεται σε οργανωμένους εργαζόμενους και σε μη οργανωμένους, από ομάδα ψυχολόγων που συνεργάζονται με τη ΣΕΚ και τεχνοκρατική στήριξη.

Απαντώντας σε ερώτηση διευκρίνισε ότι οποιοσδήποτε εργαζόμενος, είτε είναι μέλος της ΣΕΚ, είτε όχι μπορεί να λαμβάνει αυτή τη στήριξη.

Είπε επίσης ότι η γραμμή στήριξης λειτουργεί τους τελευταίους 3-4 μήνες, πρόσθεσε ότι υπάρχει ενδιαφέρον, δέχεται καταγγελίες και συνεπώς υπάρχει ένας ακόμα λόγος για την ΣΕΚ να τρέξει και να διεκδικήσει από την κυβέρνηση και το κράτος να δώσει λύσεις σε αυτή την ανεπάρκεια.

Για τα θέματα της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, η κ. Ησαΐα είπε ότι υπάρχει ο νόμος για την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση, που περιλαμβάνει αυτό το αδίκημα.

Πρόσθεσε πως «θα πρέπει να εγκύψουμε και σε αυτό το πεδίο ώστε να βεβαιωθούμε ότι μπορεί να καλύψει παρενοχλήσεις και από το ίδιο φύλο, δηλαδή από γυναίκα σε γυναίκα και από άνδρα σε άνδρα».

Ανέφερε ότι είναι ένα ζήτημα πολύ σοβαρό και ανεπίτρεπτο στους χώρους εργασίας, πρόσθεσε πως η εμπειρία έχει καταδείξει ότι στον δημόσιο και ημικρατικό τομέα τα καταγγελλόμενα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού εκφοβισμού είναι πολύ περισσότερα από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα, καθώς στον δημόσιο τομέα ο θύτης δεν φοβάται ότι μπορεί να απολυθεί εύκολα και το θύμα καταγγέλλει πιο εύκολα.

Σημείωσε ότι στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα επειδή υπάρχει φοβία ότι η καταγγελία σχεδόν σίγουρα θα θυματοποιήσει εκ νέου αυτόν που καταγγέλλει.

Είπε ότι υπήρξαν περιστατικά από τον ιδιωτικό τομέα και ακολούθησαν απολύσεις επειδή το θύμα τόλμησε να καταγγείλει και «εκεί σταματήσαμε λόγω ανεπάρκειας νομικού πλαισίου» και συνεπώς επιβάλλεται «να εστιάσουμε την προσοχή είτε στον εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης νομοθεσίας, είτε στη θέσπιση νέου νόμου που θα καθορίζει το αδίκημα ως αδίκημα ανεξαρτήτως φύλου».

«Όταν ο εργαζόμενος πολίτης καταγγέλλει παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση θα πρέπει η υπόθεση να φτάνει μέχρι το τέλος», συμπλήρωσε.

Η Γραμματέας του Γραφείου Γυναικών Εργατοϋπαλλήλων της ΠΕΟ Μαρίνα Κούκου είπε πως ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με την απορρύθμιση της εργασίας, φαινόμενα όπως ο εργασιακός εκφοβισμός έχουν αυξηθεί κατά πολύ επειδή από τη στιγμή που δεν υπάρχει οργάνωση σε πολλούς χώρους εργασίας, οι εργαζόμενοι είναι έρμαιο στους εργοδότες από την άποψη ότι δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους και επειδή δεν νιώθουν ότι θα τύχουν στήριξης έναντι εκδικητικής συμπεριφοράς του εργοδότη, στην περίπτωση που αντιδράσουν.

Η κ. Κούκου επεσήμανε ότι στο θέμα του εκφοβισμού δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο το οποίο να καθορίζει τον εκφοβισμό και να τον ποινικοποιεί. Πρόσθεσε ότι στη Βουλή άρχισε συζήτηση στη Βουλή, που ενεγράφη, μετά από κάποιες καταγγελίες, αλλά δεν προχώρησε σε θέσπιση νομικού πλαισίου που να καθορίζει,, απαγορεύει ή/και ποινικοποιεί τον εκφοβισμό στον εργασιακό χώρο και να προνοεί μηχανισμούς και μέτρα εξάλειψης αυτού του φαινομένου.

Επανέλαβε ότι ο εργασιακός εκφοβισμός με βάση καταγγελίες και παραδείγματα παρουσιάζει αυξητική τάση, προσθέτοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η επιλογή του εργαζόμενου είναι είτε υπό τον φόβο να σιωπά, είτε να εγκαταλείπει τη δουλειά του, είτε να καταγγείλει.

Η Κούκου συνεχίζοντας είπε πως η ΠΕΟ θέλει ο εργαζόμενος να έχει την προστασία ώστε να καταγγέλλει τέτοιου είδους συμπεριφορές, οι οποίες καταρρακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για να διορθώνονται, Επεσήμανε πως η φυγή δεν είναι λύση, καθώς εάν ο δέκτης εργασιακού εκφοβισμού απλά εγκαταλείψει τη δουλειά του, αυτή η συμπεριφορά θα συνεχίσει να εφαρμόζεται σε άλλους εργαζόμενους.

Αυτή η προστασία μπορεί να προσφερθεί με τροποποίηση της νομοθεσίας για τον τερματισμό της απασχόλησης, πρόσθεσε, αναφέροντας ότι μπορεί να ρυθμιστεί ώστε να θεωρείται παράνομη απόλυση παραπονούμενου εργαζόμενου, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα της καταγγελίας του.

Σε ό,τι αφορά τη σεξουαλική παρενόχληση ή γενικότερα παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, η κ. Κούκου είπε ότι καλύπτεται από τον νόμο για την ίση μεταχείριση των ανδρών και γυναικών στην εργασία, πρόσθεσε ότι έγιναν κάποιες τροποποιήσεις στο νόμο με βάση τις οποίες ο εργοδότης υποχρεούται να εφαρμόζει κώδικα κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης και της πρόληψης και να ορίσει επιτροπή ισότητας ή λειτουργό ισότητας, ο οποίος αφού τύχει κατάλληλης κατάρτισης, ευαισθητοποίησης και γνώσης του θέματος, να επιλαμβάνεται καταγγελιών που σχετίζονται με τέτοιες συμπεριφορές.

Πρόσθεσε πως είμαστε στο στάδιο που προωθούμε τον κώδικα και διαπιστώνουμε ανταπόκριση.

Είπε περαιτέρω ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις με την Ομοσπονδία Εργοδοτών θέσπισαν κώδικα και τέθηκε αίτημα με την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων ο κώδικας να αποτελεί παράρτημα της σύμβασης, που θα διαλαμβάνει ότι η περίληψη του κώδικα δεν θα παραμείνει λεκτική, αλλά θα διοργανώνονται σεμινάρια σε όλο το προσωπικό για το περιεχόμενο του κώδικα, ώστε να προλαμβάνονται ανάρμοστες συμπεριφορές και σε περίπτωση που τέτοιες συμπεριφορές λαμβάνουν χώρα να γνωρίζει ο εργαζόμενος-θύμα, τις εξωδικαστικές και δικαστικές διαδικασίες, επίσημες και ανεπίσημες, που μπορεί να ακολουθήσει για να επιλύσει το πρόβλημα του και να δημιουργηθεί ασφαλές εργασιακό περιβάλλον για όλους.

Η κ. Κούκου είπε ακόμα ότι από το 2019 ψηφίστηκε η σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) ενάντια στη βία και την παρενόχληση στον χώρο εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, την οποία δεν επικύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία, διευκρινίζοντας ότι ο λόγος που δεν επικυρώθηκε είναι ότι σε κράτη μέλη της ΕΕ, υπάρχει συζήτηση και αντιδράσεις για την επικύρωση της σύμβασης.

Η ΠΕΟ διοργανώνει σεμινάρια και ενημερώσεις, συμμετέχει σε διάφορους φορείς και προσπαθεί να προωθεί πολιτικές και μέτρα για εφαρμογή στην πράξη της υφιστάμενης νομοθεσίας, αλλά και για να δημιουργηθεί νέο νομικό πλαίσιο, που να απαγορεύει τέτοιες συμπεριφορές με απώτερο στόχο την προστασία των εργαζομένων, σημείωσε.

Ερωτηθείσα αναφορικά με καταγγελίες για εκφοβισμό στο χώρο εργασίας, η κ. Κούκου είπε πως υπάρχουν καταγγελίες και διευκρίνισε ότι όταν η ΠΕΟ λάβει καταγγελία από οργανωμένη επιχείρηση, δηλαδή σε επιχειρήσεις που διαδραματίζει ρόλο η συντεχνία, ενημερώνει τον εργοδότη για την καταγγελία και παρακολουθεί για διόρθωση ή για εκδικητική συμπεριφορά.

Η κ. Κούκου είπε ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο εκφοβισμός γίνεται από τον εργοδότη ή από υπάλληλο εναντίον συναδέλφων του, προσθέτοντας ότι η ερμηνεία του εκφοβισμού είναι οι απειλές, η υποτίμηση, η απαξίωση, η προσβολή.

Έφερε ως παραδείγματα προειδοποίηση του εργοδότη σε υπάλληλο που ζητά να απουσιάσει από την εργασία του ότι αν δεν πάει τη συγκεκριμένη ημέρα δουλειά απολύεται, ή από συνάδελφο τη φράση «ηλίθιε φέρε μου το σκεπάρνι». Πρόσθεσε ότι υπάρχουν άτομα που δεν ανέχονται αυτού του είδους τη συμπεριφορά και νιώθουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και άλλα αρνητικά συναισθήματα.

Ακολούθως ανέφερε ότι υπάρχουν έρευνες, όπως αυτή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας που καταδεικνύουν τις επιπτώσεις αυτών των συμπεριφορών στους εργαζόμενους και συνακόλουθα δείχνουν ότι είναι οικονομικά ασύμφορο στις ίδιες τις επιχειρήσεις, όταν ένας εργαζόμενος δεν θέλει να σηκωθεί το πρωί να πάει στη δουλειά του επειδή θα αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις και όταν πάει δουλειά επειδή έχει ανάγκη το μισθό του και φοβάται να τον χάσει, να πηγαίνει δουλειά με βαριά καρδιά και να είναι μειωμένη η απόδοση του.

Πρόσθεσε ότι εμπειρικά οι συντεχνίες διαπιστώνουν ότι αυτές οι συμπεριφορές που κάνουν τοξικό το εργασιακό περιβάλλον έχουν πολλές επιπτώσεις σε θέματα υγείας, χαμηλής αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης, αλλά και στην ίδια την επιχείρηση.

Επανέλαβε ότι δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να προσδιορίζει τον εργασιακό εκφοβισμό, υπάρχει όμως η ερμηνεία για την παρενόχληση στον νόμο για την ίση μεταχείριση ατόμων αντίθετου φύλου, με βάση την οποία παρενόχληση είναι οποιαδήποτε συμπεριφορά που προσβάλλει την αξιοπρέπεια του ατόμου που δέχεται αυτή τη συμπεριφορά.

Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι μπορεί να ενδυναμωθεί και ο νόμος για τον τερματισμό της απασχόλησης, αλλά μπορεί να θεσπιστεί νομικό πλαίσιο που να ποινικοποιεί τέτοιες συμπεριφορές, και να υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης και επιπτώσεις σε αυτούς που επιδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορών.

Η Επίτροπος Διοικήσεως Μαρία Στυλιανού Λοττίδη ερωτηθείσα αν έχει λάβει καταγγελίες για σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση και εκφοβισμό στο χώρο εργασίας διευκρίνισε ότι το Γραφείο της, στη βάση των αρμοδιοτήτων του για διασφάλιση της ορθής συμπεριφοράς στον χώρο της Δημόσιας Υπηρεσίας λαμβάνει και εξετάζει παράπονα για εργασιακό εκφοβισμό που συμβαίνουν σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες ή στην τοπική αυτοδιοίκηση ή σε ημικρατικούς οργανισμούς.

Πρόσθεσε ότι υπό τις αρμοδιότητές της ως Φορέας Ισότητας και Καταπολέμησης των Διακρίσεων εξετάζει καταγγελίες για παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση που συμβαίνουν είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα και σχετίζεται με το φύλο.

Στη συνέχεια ανέφερε πως ιδίως στα θέματα του εργασιακού εκφοβισμού, όταν τεκμηριώνεται πως εντός της εμπλεκόμενης υπηρεσίας παρουσιάζονται χαρακτηριστικά εχθρικού εργασιακού περιβάλλοντος, το οποίο δύναται να επιφέρει επιπτώσεις τόσο στους εργαζομένους, όσο και στην ίδια την υπηρεσία, γίνονται εισηγήσεις για τη λήψη μέτρων με σκοπό την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

«Σε πολλές περιπτώσεις, έχουμε δει πολύ θετικές εξελίξεις», πρόσθεσε.

Διευκρίνισε πως σε περίπτωση, που οι καταγγελίες αφορούν σε σεξουαλική παρενόχληση, παρότι η στοιχειοθέτησή τους είναι δυσκολότερη, υπήρξαν περιπτώσεις που οδήγησαν σε υποβολή συγκεκριμένων συστάσεων.

Τόνισε ότι «αυτό στο οποίο πάντα στοχεύουμε είναι στην εργασιακή, άλλα και φυσική, απομάκρυνση του ατόμου που καταγγέλλει από το άτομο το οποίο καταγγέλλεται, ώστε να αποτραπούν παρόμοιες συμπεριφορές στο μέλλον».

Η Επίτροπος είπε ότι κατά τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται αύξηση των καταγγελιών, κάτι που απέδωσε στη μεγαλύτερη ενημέρωση που έχει σημειωθεί σε σχέση με αυτά τα ζητήματα. «Οι πολίτες, γυναίκες και άνδρες, είναι πλέον περισσότερο ευαισθητοποιημένοι σε αυτά τα ζητήματα, με αποτέλεσμα να τα εντοπίζουν πιο εύκολα και να αντιδρούν απέναντί τους, καταγγέλλοντας τα», ανέφερε.

Ερωτηθείσα για τον φόβο που μπορεί να καταλαμβάνει τα θύματα, η Επίτροπος είπε ότι σίγουρα ο φόβος για πιθανές δυσμενείς συνέπειες, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, για εκδικητικές συμπεριφορές και για περαιτέρω θυματοποίηση λειτουργούν αποτρεπτικά προς τα άτομα που θέλουν να καταγγείλουν τέτοιες συμπεριφορές.

Σημείωσε ταυτόχρονα ότι «από την άλλη, το Γραφείο μου προσπαθεί να ενδυναμώσει αυτά τα άτομα, διαβεβαιώνοντας τα πως οι σχετικές προστατευτικές πρόνοιες της νομοθεσίας θα χρησιμοποιηθούν προς όφελός τους».

Η Επίτροπος είπε ακόμα ότι σε σχέση με τη σεξουαλική παρενόχληση, «έχουμε εισηγηθεί την τροποποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας, ώστε να αναγνωρίζεται ότι μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να σημειωθεί και από τρίτα πρόσωπα, και όχι μόνο από τους εργαζόμενους σε ένα Οργανισμό ή επιχείρηση».

Πρόσθεσε πως κατά την παρουσία του Γραφείου της σε συζητήσεις ενώπιον της Βουλής, έχει επισημανθεί η ανάγκη εισαγωγής νομοθεσίας η οποία θα ρυθμίζει το ζήτημα του εργασιακού εκφοβισμού.

Σε ό,τι αφορά την ανταπόκριση από αρμόδια Υπουργεία και θεσμούς για βελτίωση, η Επίτροπος ανέφερε ότι μετά τη δημιουργία Κώδικα για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Παρενόχλησης και της Σεξουαλικής Παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, το Γραφείο της είχε εισηγηθεί όπως η κάθε δημόσια αρχή προχωρήσει στη σύσταση Επιτροπών Ισότητας με αρμοδιότητα την ενημέρωση των εργαζόμενων και την παρακολούθηση της εφαρμογής του Κώδικα για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Σεξουαλικής Παρενόχλησης, κάτι που έχει συμβεί.

Παρατήρησε ότι οι Επιτροπές Ισότητες δημιουργήθηκαν και λειτουργούν, μετά που έλαβαν σχετική επιμόρφωση από το Γραφείο της, το οποίο συνεχίζει να συνεργάζεται μαζί τους για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Κώδικα.

Ερωτηθείσα τι θα έλεγε σε ένα άτομο που νιώθει ότι είναι θύμα σεξουαλικής, ή άλλης παρενοχλητικής συμπεριφοράς και εκφοβισμού στο χώρο της εργασίας του, είπε ότι «θα του έλεγα πως η εργασία υπό ασφαλείς και αξιοπρεπείς συνθήκες, χωρίς διακρίσεις στη βάση του φύλου ή άλλου προστατευόμενου χαρακτηριστικού του, αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα και για αυτό τον λόγο, μπορεί να επικοινωνήσει με το Γραφείο μου, ώστε να τον ή την καθοδηγήσουμε σε σχέση με τις επιλογές και τις δυνατότητες που έχει, ώστε το δικαίωμα αυτό να μην παραβιάζεται και να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση». 

Πηγή
ΚΥΠΕ