Μέση Ανατολή: Εγκλωβισμένη μεταξύ θερμού και ψυχρού πολέμου

Κυριακή, 11/2/2024 - 09:18
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

«Με ανέλεγκτη την αντιπαράθεση αλλά και χωρίς ειρήνη, η Μέση Ανατολή παραμένει εγκλωβισμένη μεταξύ θερμού και ψυχρού πολέμου», προειδοποίησε την προηγούμενη εβδομάδα ο διεθνής Τύπος, ο οποίος για μια ακόμη εβδομάδα παρακολούθησε με τόνο έντονο προβληματισμό τις εξελίξεις στην περιοχή.

Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ο δυτικός Τύπος ασχολήθηκε με την εξάπλωση της έντασης στην Μέση Ανατολή. Η κλιμάκωση της έντασης στο Παλαιστινιακό έχει ως αποτέλεσμα απρόβλεπτες εξελίξεις σε μια περιοχή που απλώνεται από την Ερυθρά Θάλασσα μέχρι το Ιράκ και την Αίγυπτο. Και αυτό συμβαίνει την ώρα που ο ισραηλινός Τύπος επιμένει στα «ιστορικά δικαιώματα» των Εβραίων στην Παλαιστίνη.

Την κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή παρακολουθεί και ο Τύπος της Ασίας, ο οποίος την προηγούμενη εβδομάδα έθεσε υπό το μικροσκόπιο του την επιφυλακτική στάση του Πεκίνου. Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης της περιοχής ήταν οι νέες κινήσεις της Βόρειας Κορέας.

Την προηγούμενη εβδομάδα ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος ασχολήθηκε με τις ισορροπίες που αλλάζουν όσο στις σχέσεις του Κιέβου με τους συμμάχους του όσο και στο εσωτερικό της ουκρανικής κυβέρνησης.

Ο δυτικός Τύπος

Στο άρθρο της στους New York Times με τίτλο «Το Ιράκ φιλοξενεί δυνάμεις που υποστηρίζονται τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από το Ιράν. Η ένταση κορυφώνεται» που δημοσιεύθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024, η Alissa J. Rubin γράφει ότι το Ιράκ παλεύει να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ της παρουσίας εντός των συνόρων του τόσο των αμερικανικών όσο και των ένοπλων δυνάμεων που υποστηρίζονται από το Ιράν. Για χρόνια, το Ιράκ επέτρεπε και στις δύο ομάδες να επιχειρούν στο έδαφός του, καθώς μοιράζονταν τον κοινό στόχο να νικήσουν το ISIS. Ωστόσο, με την αύξηση των εντάσεων μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ σε όλη τη Μέση Ανατολή τους τελευταίους μήνες, οι ένοπλες αυτές ομάδες συγκρούονται πια όλο και περισσότερο εντός του Ιράκ και της Συρίας. Μια πρόσφατη αμερικανική αεροπορική επιδρομή στο Ιράκ σκότωσε 16 μέλη πολιτοφυλακής που υποστηρίζονται από το Ιράν προκαλώντας την οργή της ιρακινής κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός Mohammed Shia al-Sudani κατήγγειλε την επίθεση και προειδοποίησε ότι το Ιράκ δεν θα ανεχθεί να χρησιμοποιείται η επικράτεια του ως πεδίο μάχης. Η κυβέρνησή του επέκρινε ειδικά τις ΗΠΑ, ενώ αναφέρθηκε μόνο αόριστα στις πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν. Αναλυτές λένε ότι το περιστατικό αυτό μπορεί να αναγκάσει σε ταχύτερη απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από ό,τι ήλπιζαν οι ΗΠΑ ή το Ιράκ.

Στο άρθρο «Η άποψη των Times για τις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ στη Συρία» στις 05 Φεβρουαρίου 2024, οι Times του Λονδίνου υποστηρίζουν ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει αντίποινα κατά των ομάδων που υποστηρίζονται από το Ιράν για την επίθεση που σκότωσε τρεις Αμερικανούς στρατιωτικούς στην Ιορδανία. Αν και είναι απίθανο να νικήσουν ουσιαστικά αυτές οι αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ τις σκόρπιες τρομοκρατικές οργανώσεις και πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τη Συρία, είχαν ωστόσο σκοπό να στείλουν μια ισχυρή προειδοποίηση στο Ιράν. Με τις επιθέσεις κατά των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ και τη Συρία να αυξάνονται και τις απειλές κατά της παγκόσμιας ναυτιλίας από τους συμμάχους του Ιράν Χούθι, η Δύση δεν μπορούσε να καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια. Ταυτόχρονα, ούτε οι ΗΠΑ ούτε το Ιράν επιθυμούν έναν γενικευμένο πόλεμο, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το Ιράν εκκαθάρισε τους πράκτορες πριν από τα χτυπήματα και απέφυγε να διαταράξει βασικές μεταφορές πετρελαίου. Παρ' όλα αυτά, οι εντάσεις απειλούν τις προσπάθειες του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ για διαμεσολάβηση σε μια μακροπρόθεσμη διευθέτηση μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς. Η ανησυχία είναι ότι η βία στη Γάζα θα μπορούσε να προκαλέσει ντόμινο περιφερειακών εξελίξεων.

Στο άρθρο ανάλυσης με τίτλο «Στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, η Κίνα προτιμά να μείνει στο περιθώριο» που δημοσιεύθηκε Le Monde στις 7 Φεβρουαρίου 2024, ο HaroldThibault γράφει ότι η Κίνα δεν πρόκειται να εμπλακεί στη σύγκρουση μεταξύ των Χούθι και του συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, παρά τις αμερικανικές εκκλήσεις που δέχεται για να αξιοποιήσει την επιρροή της με το Ιράν για να πιέσει τους Χούθι. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του Ιανουαρίου, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν ζήτησε από τον κινέζο Γουάνγκ Γι να χρησιμοποιήσει την επιρροή του Πεκίνου για να σταματήσουν τα χτυπήματα των Χούθι σε εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα. Ωστόσο, αν και η Κίνα καταδικάζει τις επιθέσεις εναντίον πολιτικών πλοίων, προτιμά να παραμείνει στο περιθώριο παρά να ενταχθεί στον συνασπισμό ή να στείλει δικά της πλοία. Οι Χούθι δεσμεύτηκαν να μην στοχοποιούν κινεζικά πλοία μετά το χτύπημα σε πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων εταιρείας του Χονγκ Κονγκ τον Δεκέμβριο. Παρόλα αυτά, τα συνεχιζόμενα πλήγματα επηρεάζουν την Κίνα ως τον κορυφαίο εξαγωγέα στον κόσμο. Το κόστος μεταφοράς έχει εκτοξευθεί κατά 169% από τη Σαγκάη στο Ρότερνταμ λόγω της αύξησης στα ασφάλιστρα και των μεγαλύτερων διαδρομών που πρέπει να κάνουν τα πλοία. Ωστόσο οι οικονομικές επιπτώσεις δεν επιβάλλουν επί του παρόντος μια πιο τολμηρή κινεζική παρέμβαση.

Στο άρθρο του «Μια ελεύθερη Παλαιστίνη δεν μπορεί να προκύψει από τη βία και την τρομοκρατία» που δημοσιεύτηκε στη Welt στις 5 Φεβρουαρίου 2024, ο Nils Schmid υποστηρίζει ότι η ειρήνη στη Μέση Ανατολή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω πολιτικών λύσεων και όχι μέσω περαιτέρω βίας. Ο Schmid γράφει ότι η επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ και ο πόλεμος στη Γάζα που προέκυψε κόστισε χιλιάδες ζωές και κινδυνεύει να προκαλέσει ευρύτερη περιφερειακή ανάφλεξη. Ενώ η Γερμανία και οι σύμμαχοί της προσπαθούν να περιορίσουν τον πόλεμο και να αντιμετωπίσουν την ανθρωπιστική κρίση, η Χαμάς έχει αυξήσει την επιρροή της λόγω των αποτυχιών της παλαιστινιακής ηγεσίας. Ο Schmid αναγνωρίζει τα λάθη όλων των πλευρών, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ το οποίο υποτιμά τη σύγκρουση αντί να επιδιώκει την επίλυση αλλά και των Ευρωπαίων οι οποίοι αφήνουν την εμπλοκή στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν να επισκιάζει την αναγκαία πίεση στις επιθετικές περιφερειακές δράσεις του. Στο μέλλον, η Γερμανία και η Ευρώπη πρέπει να δεσμευτούν για τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, να συντονιστούν με τις ΗΠΑ και να πιέσουν για μια διαπραγματευτική λύση δύο κρατών, ώστε να τερματιστεί η κατοχή του Ισραήλ, η οποία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Αυτό προϋποθέτει τη διασφάλιση της ασφάλειας του Ισραήλ, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει αντίσταση στις επεκτατικές του βλέψεις.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

Στο άρθρο του με τίτλο «Ούτε ψυχρός, ούτε θερμός» που δημοσιεύθηκε στην Al MasryAl Youm στις 7 Φεβρουαρίου 2024, ο Abdul Latif Al-Minawi υποστηρίζει ότι οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή δεν μοιάζουν ούτε με ψυχρό ούτε με θερμό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγάλων αντιπάλων, των ΗΠΑ και του Ιράν. Και οι δύο δυνάμεις αποφεύγουν την άμεση αντιπαράθεση, ενώ χρησιμοποιούν εντολοδόχους η μία εναντίον της άλλης, με την Ουάσινγκτον να εξοπλίζει το Ισραήλ και το Ιράν να υποστηρίζει περιφερειακούς συμμάχους όπως η Συρία, ο Λίβανος, η Παλαιστίνη και η Υεμένη. Αν και η Τεχεράνη καταδικάζει τα αμερικανικά πλήγματα κατά των συμφερόντων της, δεν απαντά με τη δρομολόγηση ανάλογων πληγμάτων. Αντιθέτως, το Ιράν επιχειρεί να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή πίεση μέσω πληρεξουσίων χωρίς να αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Ακόμη και οι πληρεξούσιοι φαίνεται να λειτουργούν εντός των υπαρχουσών γραμμών για να αποφύγουν σοβαρά αντίποινα. Ως εκ τούτου, όταν οι πολιτοφυλακές δείχνουν υπερβολικό ζήλο, το Ιράν τις αποσύρει. Έτσι, οι σημερινές συγκρούσεις αποτελούν ένα ανομολόγητο παιχνίδι μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν – αύξηση της έντασης χωρίς άμεσο πόλεμο. Ωστόσο, αυτή η μακροχρόνια γεωπολιτική φθορά συνεχίζει να εξαντλεί τα περιφερειακά κράτη. Με ανέλεγκτη την αντιπαράθεση αλλά και χωρίς ειρήνη, η περιοχή παραμένει εγκλωβισμένη μεταξύ θερμού και ψυχρού πολέμου.

Ο Moshe Dann υποστηρίζει στο άρθρο του «Εβραϊκή κυριαρχία: μια εβραϊκή προτεραιότητα;» που δημοσιεύτηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024 στην Arutz Sheva, ότι η διεκδίκηση της εβραϊκής κυριαρχίας επί των αμφισβητούμενων εδαφών στο Ισραήλ είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια και την επιβίωση της χώρας ως εβραϊκό κράτος. Ο Dann περιγράφει την περίπλοκη ιστορία των συνόρων του Ισραήλ, με το καθεστώς ορισμένων περιοχών να παραμένει αβέβαιο μετά τους αρχικούς πολέμους και τη χώρα να αποσύρεται από άλλες ζώνες, όπως η Γάζα, διατηρώντας τον έλεγχο μόνο της Ιερουσαλήμ, της Ιουδαίας και της Σαμάρειας και των υψωμάτων του Γκολάν. Καθώς πάνω από 500.000 Εβραίοι ζουν σήμερα στη Δυτική Όχθη, η πλήρης απόσυρση είναι αδύνατη. Εξ ου και οι συζητήσεις γύρω από την προσάρτηση και τις δηλώσεις κυριαρχίας. Ο Dann υποστηρίζει ότι η νόμιμη ιστορική διεκδίκηση αναιρεί φορτισμένους όρους όπως «προσάρτηση». Η εβραϊκή κυριαρχία απορρέει από τους αναπόσπαστους δεσμούς της γης με τον Ιουδαϊσμό. Όπως διαπίστωσε ο μελετητής Eliezer Berkovits, κυριαρχία σημαίνει ότι το εβραϊκό έθνος ελέγχει το πεπρωμένο του για να κάνει πραγματικότητα τα ιδανικά του. Μέσα από αυτή την υπαρξιακή ανάγνωση των εξελίξεων, ο Dann προειδοποιεί ότι οι απειλές από τη Χαμάς, τη Χεζμπολλάχ και το ευρύτερο κίνημα απονομιμοποίησης του Ισραήλ αμφισβητούν τελικά την εβραϊκή κυριαρχία. Έτσι, το Ισραήλ μάχεται τώρα, και πρέπει να συνεχίσει να μάχεται, για τίποτα λιγότερο από τη διατήρησή του ως εβραϊκή πατρίδα.

Ο Τύπος της Ασίας

Ο Soo Kim, σε άρθρο του στο Nikkei Asia με τίτλο «Ο Κιμ Γιονγκ Ουν αναζητεί προσοχή. Αυτή τη φορά, θα την έχει», που δημοσιεύθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2024, εξετάζει την εξελισσόμενη κατάσταση ασφαλείας στην κορεατική χερσόνησο. Νωρίτερα μέσα στον μήνα, ο ηγέτης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν μίλησε στην Ανώτατη Λαϊκή Συνέλευση στην Πιονγκγιάνγκ, απορρίπτοντας την πιθανότητα ειρηνικής επανένωσης με τη Δημοκρατία της Κορέας και χαρακτηρίζοντας τον Νότο ως τον «σταθερά κύριο εχθρό». Η δήλωση αυτή αποτελεί απόκλιση από τη μακροχρόνια πολιτική στάση του Βορρά και υποδηλώνει πιθανή κλιμάκωση των πολεμικών ενεργειών προς τη Σεούλ. Παρά τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με το αν η Βόρεια Κορέα προετοιμάζεται για πόλεμο, οι αναλυτές συμφωνούν στο γεγονός ότι η ρητορική του Κιμ είναι μια στρατηγική κίνηση για να κερδίσει τη διεθνή προσοχή, ενδεχομένως για να αντλήσει οφέλη για τη χώρα του. Ωστόσο, η κατάσταση έχει αναμφίβολα επιδεινωθεί, με τις προκλήσεις να είναι πιθανό να αυξήσουν τις εντάσεις στην περιοχή. Η εστίαση του Κιμ στην επέκταση του προγράμματος πυρηνικών όπλων έχει γίνει ανησυχητικός κανόνας, με τις πρόσφατες δοκιμές πυραύλων και τις δηλώσεις επέκτασης του πυρηνικού οπλοστασίου να υπογραμμίζουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική του. Με την προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ στον ορίζοντα, ο Κιμ μπορεί να προετοιμάζεται για να διαπραγματευτεί με την επερχόμενη κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενος ενδεχομένως τους περιορισμένους πόρους των ΗΠΑ λόγω άλλων διεθνών συγκρούσεων.

Στο άρθρο με τίτλο «Η κρίση των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα εξυπηρετεί τον κύριο στόχο της Κίνας: την υπονόμευση των ΗΠΑ» για την South China Morning Star στις 8 Φεβρουαρίου 2024, η Yun Sun εξετάζει τη στρατηγική της Κίνας στη Μέση Ανατολή εν μέσω επιθέσεων των Houthi στις ναυτιλιακές οδούς της Ερυθράς Θάλασσας. Η Sunτονίζει ότι η πολιτική της Κίνας καθοδηγείται από την επιθυμία της να αποφύγει τη συνεργασία ή την αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, ενώ δεν τις υποστηρίζει άμεσα. Η στάση αυτή ευθυγραμμίζεται με την απάντηση της Κίνας στις απειλές των Χούθι, οι οποίες, αν και δεν στοχεύουν άμεσα κινεζικά πλοία, διαταράσσουν το παγκόσμιο εμπόριο και θα μπορούσαν να επηρεάσουν την οικονομική ανάκαμψη της Κίνας. Οι ενέργειες των Χούθι αποτελούν απάντηση στη σύγκρουση του Ισραήλ με τη Χαμάς, περιπλέκοντας περαιτέρω τη δυναμική της περιοχής. Οι επιλογές της Κίνας είναι περιορισμένες- ενώ έχουν αναπτυχθεί ναυτικές συνοδείες στον Κόλπο του Άντεν υπό την εντολή του ΟΗΕ, παρόμοιες ενέργειες στην Ερυθρά Θάλασσα αποτελούν απομακρυσμένο ενδεχόμενο. Αντ' αυτού, η πιο πολιτικά σκόπιμη κίνηση της Κίνας είναι να κατηγορήσει τις ΗΠΑ για την αναταραχή, συνδέοντάς την με την απουσία λύσης δύο κρατών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Αν και μια τέτοια λύση είναι απίθανη, η εστίαση της Κίνας παραμένει στην αποδυνάμωση της επιρροής των ΗΠΑ και στην ενίσχυση των δικών της σχέσεων στη Μέση Ανατολή, παρά στην άμεση παρέμβαση στη σύγκρουση.

Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος

Στις 6 Φεβρουαρίου 2024, ο Maxim Yusin δημοσίευσε ανάλυση στην εφημερίδα Kommersant με τίτλο «Η εποχή της άνευ όρων υποστήριξης του Βλαντιμίρ Ζελένσκι φτάνει στο τέλος της», στο οποίο μελετά την αλλαγή της δυναμικής στις σχέσεις μεταξύ του Κιέβου και των δυτικών συμμάχων του. Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς τόνισε την ανάγκη συνέχισης της υποστήριξης προς το Κίεβο, ενώ ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα αναγνώρισε την ιστορική σύνδεση της Κριμαίας με τη Ρωσία. Οι δηλώσεις αυτές αντανακλούν μια αλλαγή στη ρητορική της Δύσης, υποδηλώνοντας έναν πιο ειλικρινή διάλογο για τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Ειδικότερα, ο Ουκρανός διπλωμάτης Αντρέι Μέλνικ, γνωστός για το συγκρουσιακό του ύφος, κάλεσε απροσδόκητα σε διάλογο με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Ομοίως, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ υποβάθμισε την άμεση απειλή από τη Ρωσία για τα μέλη του ΝΑΤΟ, αποκλίνοντας από τον συνήθη αυστηρό τόνο. Οι εξελίξεις αυτές συμπίπτουν με τις εσωτερικές προκλήσεις στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της αμφιλεγόμενης παραίτησης του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, η οποία έχει επηρεάσει τη φήμη του Ουκρανού Προέδρου στην ομάδα των δυτικών υποστηρικτών του. Ο Yusin υποδηλώνει ότι οι δυτικοί σύμμαχοι, οι οποίοι παρείχαν στην Ουκρανία ακλόνητη υποστήριξη από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, γίνονται επιφυλακτικοί απέναντι στη μαξιμαλιστική προσέγγιση του Κιέβου και μεταβαίνουν σε μια πιο διαφοροποιημένη και ενδεχομένως υπό όρους μορφή υποστήριξης.

Στις 7 Φεβρουαρίου 2024, ο πολιτικός επιστήμονας Sergey Taran δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση εθνικής εμπιστοσύνης. Αλλά η κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη» στην Gazeta.ua, υποστηρίζοντας την ιδέα της οικουμενικής ουκρανικής κυβέρνησης σε περιόδους κρίσης. Ο Taran υποστηρίζει ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου για την επιστράτευση αναδεικνύει την ανάγκη για μια κυβέρνηση εθνικής εμπιστοσύνης, όπου τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα κυβερνητικά κόμματα μοιράζονται την ευθύνη για το μέλλον της χώρας. Μια τέτοια κυβέρνηση, προτείνει, θα εξασφάλιζε ότι οι αντιλαϊκές αποφάσεις θα θεωρούνταν συλλογική αναγκαιότητα και όχι αμφισβητήσιμες ενέργειες μιας μεμονωμένης πολιτικής παράταξης. Ο Taranτονίζει ότι μια ενιαία κυβέρνηση θα έστελνε ένα θετικό μήνυμα τόσο στην ουκρανική κοινωνία όσο και στους διεθνείς εταίρους, σηματοδοτώντας ένα έθνος πλήρως αφοσιωμένο στην άμυνά του και άξιο υποστήριξης. Θα ελαχιστοποιούσε επίσης τον κίνδυνο λαθών, όπως φάνηκε στο αρχικό σχέδιο του νόμου για την κινητοποίηση, ενσωματώνοντας ιδέες από όλα τα εθνικά κόμματα. Παρά τα προφανή οφέλη, ο Taran εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι ουκρανικές αρχές δεν είναι διατεθειμένες να δημιουργήσουν μια τέτοια κυβέρνηση. Προειδοποιεί ότι η συνέχιση της λήψης μονομερών, αντιδημοφιλών αποφάσεων σε καιρό πολέμου θα χρησιμεύσει μόνο για την πολιτικοποίηση και την περαιτέρω διαίρεση του έθνους, αποδυναμώνοντας τελικά τη θέση της Ουκρανίας.

Πηγή
ΚΥΠΕ