Α. Κυπριανού: Αν μας ζητηθεί, είμαστε έτοιμοι να πάμε Γενεύη

Δευτέρα, 12/6/2017 - 15:48
Μικρογραφία

Την ετοιμότητα του να μεταβεί στη Γενεύη αν και εφόσον ζητηθεί κάτι τέτοιο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας  εξέφρασε σε δηλώσεις του ο ΓΓ του ΑΚΕΛ.

Ο Άντρος Κυπριανού στάθηκε στην καλή προεργασία που πρέπει να γίνει, ώστε οι πιθανότητες να είναι περισσότερο επιτυχίας και όχι αποτυχίας, στη Διάσκεψη για την Κύπρο. Εξέφρασε την ετοιμότητα να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση.

«Πρέπει να ενημερωθούμε ολοκληρωμένα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το τι έχει διαμειφθεί στη Νέα Υόρκη. Το πρόγραμμα του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι τέτοιο που δεν έχουμε ακόμα ενημέρωση για αυτό και εμείς αναμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθούν τα πράγματα», ανέφερε απαντώντας σε σχετική ερώτηση.

Απαντώντας σε ερώτηση εάν το Εθνικό Συμβούλιο θα συνοδεύσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Γενεύη ο ΓΓ του ΑΚΕΛ είπε ότι «δεν μας έχει λεχθεί τίποτα μέχρι στιγμής, εάν και εφόσον όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητήσει να μεταβούμε μαζί του στη Γενεύη, σε ό,τι μας αφορά, είμαστε έτοιμοι να πάμε».

«Θεωρούμε ότι η απουσία δεν έχει να προσφέρει τίποτε απολύτως. Αντιθέτως η παρουσία, μπορεί να συμβάλει στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού» συνέχισε, ενώ, σε ερώτηση εάν υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου προ Γενεύης, ο κ. Κυπριανού είπε ότι «δεν έχουμε οποιεσδήποτε ενδείξεις, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να συνέλθει το Εθνικό Συμβούλιο προτού πάμε στη Γενεύη».

Ερωτηθείς για τις επαφές που διεξάγει ο Ειδικός Σύμβουλος του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Έσπεν Μπαρθ Έιντε, προσπαθώντας να προετοιμάσει το έδαφος, ο κ. Κυπριανού είπε ότι «οι πληροφορίες που έχουμε εμείς είναι μόνο δημοσιογραφικές μέχρι αυτή τη στιγμή».

«Αναμένουμε λοιπόν να δούμε τι θα περιλαμβάνει αυτό το έγγραφο, η δική μας όμως η θέση είναι ξεκάθαρη και θα την επαναλάβουμε ότι  «δεν μπορούν συνεχίσουν εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας» στην Κύπρο.

Σημείωσε, τέλος, ότι «πρέπει να καταλάβει η Τουρκία και η τουρκική πλευρά ότι οι ανησυχίες της μιας κοινότητας σε ό,τι αφορά την ασφάλεια της, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν σε βάρος της ασφάλειας της άλλης κοινότητας και πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων».