Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας – Αμμοχώστου επέβαλε σήμερα ποινές φυλάκισης 9 και 7 χρόνων σε δύο γυναίκες, ηλικίας 30 και 26 ετών, οι οποίες αφίχθηκαν στην Κύπρο με πάνω από 16 κιλά κάνναβης στις βαλίτσες τους. Οι δυο γυναίκες παραδέχθηκαν ενοχή σε κατηγορίες που αφορούν παράνομη εισαγωγή και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β και παράνομη κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 26 Απριλίου 2021, στο αεροδρόμιο Λάρνακας.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, γύρω στη 1.45 το πρωί της 26ης Απριλίου 2021, μέλη της ΥΚΑΝ, της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) και λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων, διενήργησαν έρευνα στις αποσκευές των δύο γυναικών, οι οποίες έφτασαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας μέσω Μαδρίτης, Ζυρίχης και Αθήνας.
Σε έλεγχο που έγινε στην αποσκευή της 30χρονης, εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν 20 νάιλον συσκευασίες, που περιείχαν κάνναβη μικτού βάρους 10,8 κιλών.
Επίσης σε έλεγχο που έγινε στην αποσκευή της 26χρονης, εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν 14 νάιλον συσκευασίες που περιείχαν κάνναβη μικτού βάρους 5,8 κιλών.
Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο αναφέρεται στις προσωπικές περιστάσεις των δύο γυναικών και σημειώνει πως η 30χρονη γεννήθηκε στη Δομινικανή Δημοκρατία και μεγάλωσε στην Ισπανία όπου ζούσε μέχρι την αναχώρηση της για να έρθει στην Κύπρο. Είναι μητέρα τριών παιδιών ηλικίας 13, 8 και 3 ετών και λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε αποδέχθηκε να μεταφέρει τα ναρκωτικά για το ποσό των 7 χιλιάδων ευρώ, προστίθεται.
Η 26χρονη γεννήθηκε στη Κολομβία και διέμενε στην Ισπανία και επίσης λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε δέχθηκε να μεταφέρει τα ναρκωτικά στην Κύπρο για το ποσό των 7 χιλιάδων ευρώ.
Σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο συνήγορος υπεράσπισης των δύο γυναικών, εξέφρασε την απολογία και μεταμέλεια των κατηγορουμένων και κάλεσε το Δικαστήριο, όπως λόγω των περιστάσεων και του ρόλου που διαδραμάτισαν στην διάπραξη των αδικημάτων, των οικογενειακών και οικονομικών τους δυσκολιών, της άμεσης παραδοχής τους στην αστυνομία και στο Δικαστήριο, του λευκού ποινικού τους μητρώου και για το ότι επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό, να «εξαντλήσει κάθε περιθώριο επιείκειας».
Το Κακουργιοδικείο αναφέρει επίσης στην απόφαση του ότι «η σοβαρότητα των δικαιωμάτων τα οποία διέπραξαν οι κατηγορούμενες αντικατοπτρίζεται καταρχήν από τις προβλεπόμενες ποινές, που προνοούν ποινή φυλάκισης δια βίου. Τα ναρκωτικά έχουν δυστυχώς εξαπλωθεί παντού και ουδείς μπορεί να παραμένει αδιάφορος μπροστά σε αυτό το φαινόμενο, ενώ αυτά αποτελούν τον σύγχρονο εφιάλτη κάθε γονέα και απειλούν το κάθε παιδί με τον όλεθρο και την καταστροφή».
Μέχρι στιγμής, συνεχίζεται στην απόφαση «οι προσπάθειες για αντιμετώπιση αυτής της μάστιγας δεν έχουν αποδώσει. Τα αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά δεν παρουσιάζουν κάμψη, αντιθέτως βρίσκονται σε έξαρση και γι’ αυτό καθίσταται αναγκαίο να επιβάλλονται αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές. Η χρήση των ναρκωτικών έχει χαρακτηριστεί και ως νάρκη το θεμέλιο της κοινωνίας, ενώ αποτελούν κίνδυνο, τόσο για τη φυσική όσο και για την κοινωνική ευημερία του ανθρώπου».
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του αναφέρει ακόμα ότι οι δύο γυναίκες ενήργησαν ως απλοί μεταφορείς – βαποράκια και ότι δελεάστηκαν από το προσφερόμενο ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, ενώ «όπως και να χαρακτηριστεί ο ρόλος τους, στην ουσία συνέβαλαν κατά τρόπο κρίσιμο στην διακίνηση των ναρκωτικών ως μέρος της αλυσίδας γεγονότων με τα οποία θα επιτυγχανόταν ο τελικός στόχος που ήταν η προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα».
Εξαντλώντας «κάθε δυνατή επιείκεια» το Κακουργιοδικείο επέβαλε στην 30χρονη ποινή φυλάκισης εννέα χρόνων στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε και στην 26χρονη ποινή φυλάκισης επτά χρόνων στις αντίστοιχες δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Οι ποινές συντρέχουν.