200 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη θυσία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης κατά του οθωμανικού ζυγού.
Με εντολές του Οθωμανού Κυβερνήτη της Κύπρου, καρατομήθηκαν πέραν του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, οι Μητροπολίτες Πάφου, Κερύνειας και Κιτίου, σφαγιάστηκαν δεκάδες πρόκριτοι, κληρικοί και λαϊκοί άνθρωποι. Σφαγές έγιναν στη Λάπηθο, τον Καραβά, την Κυθραία και όχι μόνο. Ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης, αποτύπωσε το μέγεθος της οργής των Οθωμανών στο ποίημα του «9η Ιουλίου».
Οι Κύπριοι αγωνίστηκαν, πολέμησαν για την απελευθέρωση της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου από τον Οθωμανικό ζυγό.
Η προσπάθεια για οργάνωση της επανάστασης στην Κύπρο έγινε από μέλη της Φιλικής Εταιρείας τα οποία προσέγγισαν τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και άλλους κληρικούς. Στόχος να ξεσηκωθεί όλο το νησί. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός τους εξήγησε ότι τη δεδομένη στιγμή η Κύπρος δεν μπορούσε να συμμετέχει σε μια τέτοια επανάσταση και τους υποσχέθηκε οικονομική βοήθεια την οποία και προσέφερε.
Όταν η ιδέα της επανάστασης εναντίον των Οθωμανών άρχισε να παίρνει διαστάσεις με διαμοιρασμό φυλλαδίων, ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ έβαλε στόχο να την καταστείλει.
Στις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, ο Τούρκος δοικητής της Κύπρου, Κιουτσούκ Μεχμέτ, αποφάσισε κατόπιν εγκρίσεως της Υψηλής Πύλης, να σκοτώσει 486 προεστώτες του τόπου, μητροπολίτες, ηγουμένους, ιερομονάχους, δασκάλους, τους οποίους θεωρούσε επικίνδυνους.
Εκτέλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και άλλους 3 μητροπολίτες. Εκτός από κληρικούς εκτέλεσαν και αρκετούς λαϊκούς. Η σφαγή κράτησε όχι πιο λίγο από 30 ημέρες. Τα θύματα συχνά τα έκοβαν σε τεμάχια.
Το ποίημα του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη αναφέρεται εκτενώς στον διάλογο που είχε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός με τον Οθωμανό Κιουτσιούκ Μεχμέτ και την απάντηση που έδωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντες κοπεί καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ‘νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζαι τζιείνον καταλυέται.
Είσαι πολλά πικράντερος, όμως αν θεν να σφάξης,
σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.
Εμάς με σιέρκα όφκαιρα γιατί να μας πειράξεις,
πού ‘μαστον δίχως άρματα, τζι είμαστον νεπαμένοι;»