Συναινετικό διαζύγιο, διαδικασία διαμεσολάβησης και συνεπιμέλεια τέκνων. Είναι οι έννοιες που ξεχωρίσαμε από τις πρόνοιες που περιλαμβάνονται στη λεγόμενη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου και στις οποίες θελήσαμε να ρίξουμε «φως» μέσω μιας νομικής ματιάς.
Εδώ και καιρό, στο τραπέζι της Επιτροπής Νομικών της Βουλής βρίσκονται επτά νομοσχέδια τα οποία αφορούν σε κομβικές αλλαγές στις διαδικασίες που ακολουθούνται από τον γάμο μέχρι το διαζύγιο. Αυτά, σε συνδυασμό με τον περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμο του 2019 θα αποτελούν τη συνολική μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου. Η τελική ψήφιση αυτής της δέσμης νομοσχεδίων, μάλιστα, είναι θέμα εβδομάδων, όπως μας διαβεβαίωσε η Αν. Πρόεδρος της Επιτροπής, Φωτεινή Τσιρίδου.
Το AlphaNews.Live επικοινώνησε με τον νομικό Χριστόφορο Χριστοφή, ώστε να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τα όσα βρίσκονται επί τάπητος.
Συναινετικό διαζύγιο
Ίσως η σημαντικότερη μεταρρύθμιση που περιλαμβάνεται στα συγκεκριμένα νομοσχέδια, το συναινετικό διαζύγιο είναι η από κοινού συμφωνία των δύο συζύγων για τερματισμό του έγγαμου βίου. Κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι ισχύει σήμερα που για να χωρίσει ένα ζεύγος πρέπει αναγκαστικά να μπει σε μια αντιπαραθετική διαδικασία.
Συγκεκριμένα, όπως μας εξήγησε ο κ. Χριστοφή, για να τερματιστεί ένας γάμος επί του παρόντος, ένας εκ των συζύγων οφείλει να αποταθεί στο δικαστήριο και να καταχωρίσει αίτηση διαζυγίου εναντίον του άλλου. Αυτός που πάει στο δικαστήριο είναι ο αιτητής, δηλαδή ο ενάγων και η άλλη πλευρά είναι ο καθ’ ού η αίτηση, δηλαδή ο εναγόμενος.
Ο ενάγων πρέπει να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θέλει να χωρίσει, οι οποίοι μάλιστα ορίζονται βάσει νόμου. Ο λόγος που προβάλλεται συνήθως είναι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, που προέρχεται από ένα ή περισσότερα γεγονότα, όπως ένας καυγάς.
Όταν ψηφίστηκε αυτός ο νόμος το 1990, συνεχίζει ο κ. Χριστοφή, υπήρχαν κάποιες δυσκολίες στην έκδοση διαζυγίου, με την έννοια ότι τότε χρειαζόταν η προσκόμιση κάποιου είδους μαρτυρίας που θα απεδείκνυε ότι όντως τα δύο άτομα δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Με τα χρόνια, όμως, η διαδικασία έγινε πολύ πιο ευέλικτη και προσαρμόστηκε στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα οι οποίες θέλουν τους ανθρώπους να είναι πιο ελεύθεροι στις επιλογές τους.
Η διαδικασία αυτή, παρόλο που καθιστά πιο εύκολη την έκδοση διαζυγίου, εντούτοις εξακολουθεί να είναι αντιπαραθετική, αναγκάζοντας τον ένα εκ των δύο συζύγων να στραφεί «εναντίον» του άλλου.
Αυτή την αναχρονιστική διαδικασία έρχεται να αντικαταστήσει το συναινετικό διαζύγιο, ένας θεσμός ο οποίος υπάρχει στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες. Ποια θα είναι όμως η διαδικασία που θα ακολουθείται για την έκδοσή του;
Όπως μας εξήγησε ο κ. Χριστοφή, στην περίπτωση που η βούληση και των δύο μερών είναι να τερματίσουν τον γάμο τους, ο θεσμός του συναινετικού διαζυγίου θα τους δίνει την ευκαιρία να το πράξουν με ένα πολύ απλό και γρήγορο τρόπο.
Ειδικότερα, αφού συμφωνήσουν, το πιθανότερο είναι ότι θα μπορούν να υπογράφουν μια δήλωση ή να κάνουν μια ένορκη δήλωση στο δικαστήριο και το διαζύγιο ακολούθως θα εκδίδεται αυτόματα.
Το αν για την έκδοσή του θα χρειάζεται να διατυπωθούν κάποιοι λόγοι βάσει των οποίων τα δύο άτομα θέλουν να χωρίσουν, ή αν απλά θα είναι μια δήλωση που θα καταγράφει τη συμφωνία των δύο για τερματισμό του γάμου, είναι κάτι το οποίο θα διαφανεί με τη ψήφιση του νόμου.
Η διαδικασία λύσης του γάμου, ωστόσο, είναι αυτοτελής και δεν αφορά όλα τα άλλα θέματα που μπορεί να προκύπτουν. Όπως σημειώνει ο κ. Χριστοφή, σε περίπτωση που τα δύο άτομα συμφωνούν στο ότι θέλουν να χωρίσουν, όμως διαφωνούν σε ζητήματα που αφορούν στα ανήλικα τέκνα τους ή σε περουσιακά θέματα και ούτω καθεξής, αυτά θα αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής διαδικασίας, όπως ισχύει δηλαδή και τώρα.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα και με τα όσα μας είπε η Αν. Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, Φωτεινή Τσιρίδου, για την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου θα πρέπει να πληρούνται και μερικές προϋποθέσεις, όπως το να έχει παρέλθει μια περίοδος έξι μηνών από την τέλεση του γάμου.
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης
Ένας άλλος σημαντικός θεσμός που εισάγεται είναι αυτός της διαμεσολάβησης, ο οποίος επιτρέπει την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν σε μια διαδικασία διαζυγίου με έναν εξωδικαστικό τρόπο, πολύ πιο γρήγορα και χωρίς τόσα πολλά δικηγορικά και δικαστικά έξοδα.
Σύμφωνα με τον κ. Χριστοφή, ο ρόλος του ο διαμεσολαβητή είναι να προσπαθεί να βρει ένα κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, να προτείνει λύσεις λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα τα οποία θα παρουσιαστούν, είτε αυτά αφορούν στη διατροφή, στα σχολεία, ακόμα και στην ώρα που ο γονέας θα παραλαμβάνει και θα επιστέφει τα παιδιά στο σπίτι.
Η δουλειά του θα είναι να φέρει τα δύο μέρη μαζί, να τα βάλει σε μια διαδικασία συνεννόησης, προτάσσοντας τους το κοινό όφελος και τα πλεονεκτήματα του να βρεθούν λύσεις. Σε κάποιες χώρες, μάλιστα, η λύση που προτείνει ο διαμεσολαβητής και συμφωνείται από τα δύο μέρη, μπορεί μετά να πάει στο δικαστήριο, να εγκριθεί και να αποκτήσει την ισχύ δικαστικού διατάγματος.
Ποιος θα είναι όμως αυτός ο διαμεσολαβητής και ποιος θα τον «διορίζει;» Όπως μας είπε ο κ. Χριστοφή, πρόκειται για θεσμό ο οποίος ήδη εφαρμόζεται σε άλλες δικαστικές διαδικασίες. Οι διαμεσολαβητές συνήθως είναι είτε δικηγόροι είτε ψυχολόγοι ή άλλοι επαγγελματίες, οι οποίοι λαμβάνουν εξειδικευμένη εκπαίδευση για να μπορούν να ασκούν το επάγγελμα. Το πιθανότερο, προσθέτει, είναι να δημιουργηθεί ένα μητρώο διαμεσολαβητών όπου θα μπορεί το εκάστοτε ζευγάρι να τους εντοπίσει και να επιλέξει αυτόν που κρίνει καταλληλότερο.
Συνεπιμέλεια τέκνων
Τέλος, το «καυτό» ζήτημα της εξ ημισείας επιμέλειας τέκνων, είναι κάτι το οποίο αποτελεί αντικείμενο συζήτησης αναφορικά με τις προϋποθέσεις και τις ασφαλιστικές δικλείδες που θα πρέπει να προβλεφθούν, ώστε να προστατεύονται τα παιδιά από τυχόν κακοποιητικούς γονείς και ούτω καθεξής.
Αυτή τη στιγμή, η επιμέλεια ασκείται από ένα εκ των δύο γονέων, συνήθως από τη μητέρα, μας ανέφερε ο κ. Χριστοφή. Η επιμέλεια αφορά από το ποια ιδιαίτερα μαθήματα θα παρακολουθήσουν τα ανήλικα τέκνα, μέχρι το ποιος θα είναι ο χώρος διαμονής τους.
Συνήθως ο τόπος διαμονής των ανηλίκων είναι η οικία που διαμένει η μητέρα, η οποία έχει τη γονική μέριμνα και φροντίδα και ασκεί και την επιμέλεια. Σε πολλές περιπτώσεις, οι πατεράδες ζητούν να έχουν κοινή επιμέλεια, κάτι το οποίο το δικαστήριο μπορεί και να διατάξει.
Με τα επίμαχα νομοσχέδια, αυτό που φαίνεται να συζητείται είναι όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ των δύο γονέων ή εκδίδεται ένα διαζύγιο, την ευθύνη και την υποχρέωση για την επιμέλεια των ανηλίκων να την έχουν αυτόματα από κοινού.
Μένει τώρα να δούμε ποιες θα είναι αυτές οι πρόνοιες που θα διασφαλίζουν την προστασία των παιδιών, που όπως μας διαβεβαίωσε και η κ. Τσιρίδιου, είναι ο υπέρτατος σκοπός της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου.