Τις εικαζόμενες τάσεις διχασμού στην κυπριακή κοινωνία σε σχέση με τα εμβόλια και τον εμβολιασμό επιβεβαιώνει η παγκύπρια μελέτη που διενεργήθηκε από τον Οργανισμό IMR/Πανεπιστήμιο Λευκωσίας σε συνεργασία με μέλη της ομάδας ειδικών συνεργατών της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου (ΟΣΑΚ), τις προηγούμενες εβδομάδες αφού, αν και η αισθητή πλειοψηφία (39%) των πέραν των 2,000 συμμετεχόντων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν χωρίς κανένα πρόβλημα τους διαφωνούντες προς τη δική τους άποψη, καθώς θεωρούν πως είναι ανθρώπινο δικαίωμα του καθενός να πράττει όπως ο ίδιος πιστεύει καλύτερα για τον εαυτό του, ένα ποσοστό της τάξης του 22% (σχεδόν ο ένας στους τέσσερις) δηλώνει ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους που πράττουν το αντίθετο και ένα 6% ότι δεν τους περιλαμβάνει καν στον κοινωνικό του κύκλο.
Τα ευρήματα της έρευνας είναι αρκούντως αποκαλυπτικά των πεποιθήσεων που επικρατούν σήμερα ανάμεσα στην κυπριακή κοινωνία αναφορικά με τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, καθότι αντικατοπτρίζουν τις διάφορες προσεγγίσεις που υπάρχουν, καθώς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται εκ μέρους των πολιτών για το επίμαχο, πλην καίριας σημασίας για τη Δημόσια Υγεία, αυτό ζήτημα.
Ειδικότερα, τα αποτελέσματα της έρευνας δίνουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα και ρίχνουν φως στους λόγους για τους οποίους μια μερίδα του κόσμου αντικρίζει με μεγάλη καχυποψία τα εμβόλια, αρνούμενη να εμβολιαστεί, καθώς και στους λόγους για τους οποίους μια άλλη μερίδα του πληθυσμού διατηρεί επιφυλάξεις και ανησυχίες, προβληματιζόμενη κατά πόσο θα εμβολιαστεί ή όχι. Φωτίζει επίσης τους λόγους, για τους οποίους οι περισσότεροι πολίτες έχουν ήδη εμβολιαστεί, ενώ αποτυπώνει ταυτόχρονα το κλίμα στην κοινωνία σε ό,τι αφορά στον βαθμό αποδοχής της αντίθετης άποψης.
Γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα είναι πως, μπορεί στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι πολίτες να έχουν προχωρήσει στον εμβολιασμό τους, ωστόσο εξακολουθούν να υφίστανται φόβοι, κάποιοι εκ των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βάσιμοι, αλλά και φόβοι που έχουν ως σημείο αφετηρίας το φαινόμενο της συνωμοσιολογίας, την παραφιλολογία και την παραπληφόρηση.
Σε γενικές γραμμές, από τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώνεται η ύπαρξη ενός πλειοψηφικού ρεύματος αποδοχής του εμβολιασμού, αφού το 87% των συμμετεχόντων, είτε έχει εμβολιαστεί είτε προγραμματίζει να εμβολιαστεί στο άμεσο μέλλον. Προβληματισμένο κατά πόσο θα εμβολιαστεί ή όχι εμφανίζεται ένα 7%, ενώ μόνο το 6% προβαίνει στην κατηγορηματική τοποθέτηση πως δεν πρόκειται να εμβολιαστεί. Το υψηλότερο ποσοστό αποδοχής του εμβολιασμού καταγράφεται στην ηλικιακή ομάδα των 60 ετών και άνω, όπου περισσότεροι από εννέα στους δέκα (92%) δηλώνουν πως έχουν ήδη εμβολιαστεί. Το αντίστοιχο ποσοστό στην ηλικιακή ομάδα 41-60 βρίσκεται στο 89%, στην ηλικιακή ομάδα 31-40 στο 84% και στην ηλικιακή ομάδα 18-30 στο 79%.
Προκύπτει δηλαδή πως όσο κατεβαίνει η ηλικία μειώνεται και το ποσοστό όσων αντικρίζουν με θετικό φακό τον εμβολιασμό, ενώ σε ό,τι αφορά στο φύλο δεν παρατηρούνται διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα, ότι έχει εμβολιαστεί ή ότι σκοπεύει να εμβολιαστεί στο άμεσο μέλλον δηλώνει τόσο το 88% των ανδρών όσο και το 88% των γυναικών.
Αναλυτικά τα αποτελέσματα της μελέτης:
Η έρευνα αναλύεται σε τρεις ομάδες. Τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί, τα άτομα που προβληματίζονται και τους πολίτες που κατηγορηματικά δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να εμβολιαστούν.
Αυτοί που έχουν εμβολιαστεί και οι λόγοι που το έπραξαν:
Όσον αφορά τα άτομα που έχουν ήδη εμβολιαστεί ή προγραμματίζουν να εμβολιαστούν, ως οι σημαντικότεροι λόγοι για τους οποίους το έπραξαν ή για τους οποίους πείστηκαν να το πράξουν αναδεικνύονται η πεποίθησή τους πως ο ιός είναι μια σοβαρή απειλή για την παγκόσμια υγεία (76%), το γεγονός ότι εμπιστεύονται τους εμπειρογνώμονες, την επιστήμη και τους γιατρούς για την καταπολέμηση της πανδημίας (67%), αλλά και η αντίληψή τους ότι ο μη εμβολιασμός μας εμποδίζει από το να επιστρέψουμε στην κανονικότητα (54%). Ισχυρή είναι επίσης η άποψη ότι τα εμβόλια έχουν αποδείξει διαχρονικά πως ωφελούν (52%), ενώ σημαντικό λόγο για τον οποίο πείστηκαν να εμβολιαστούν αποτέλεσε και το γεγονός ότι δεν ήθελαν να βάλουν την οικογένεια και τους φίλους τους σε κίνδυνο (49%). Επιπρόσθετα, μεταξύ άλλων, στην εξίσωση των λόγων που τους έπεισε να εμβολιαστούν προστίθεται με σημαντικό ποσοστό η διαπίστωσή τους πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα ή παρενέργεια (28%).
Οι επιφυλάξεις και οι ανησυχίες αυτών που προβληματίζονται:
Σε ό,τι αφορά όσους εμφανίζονται επιφυλακτικοί σχετικά με τον εμβολιασμό, ο μεγαλύτερος προβληματισμός τους για το κατά πόσο θα εμβολιαστούν πηγάζει από την ταχύτατη ανάπτυξη των εμβολίων, γεγονός που τους κάνει να τα αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό (64%). Ταυτοχρόνως, πηγή προβληματισμού αποτελούν οι διάφορες ενδεχόμενες αρνητικές παρενέργειες στην υγεία τους, όπως η πρόκληση θρομβώσεων και θρομβοπενίας (45%), μυοκαρδίτιδας(40%), αλλεργικών αντιδράσεων(33%), αλλά και επηρεασμού της γονιμότητας(23%). Πέραν τούτων, προβληματισμό για το κατά πόσο θα εμβολιαστούν προκαλεί και η αντίληψη πως το εμβόλιο μπορεί να επιφέρει ακόμη και τον θάνατο (39%).
Οι λόγοι άρνησης αυτών που δηλώνουν ότι δεν θα εμβολιαστούν
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση και δη ως προς το πώς διαχειρίζεται την πανδημία μέσω του εμβολιασμού (77%), καθώς και το γεγονός ότι δεν έχουν πειστεί ότι ο εμβολιασμός θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα (71%) αποτελούν τους δύο βασικότερους λόγους για τους οποίους αρνούνται να εμβολιαστούν όσοι τάσσονται κατά των εμβολίων.
Πέραν των πιο πάνω, αποτρεπτικά ως προς την προοπτική να εμβολιαστούν λειτουργεί και η μεγάλη συζήτηση και οι διαφωνίες που εκδηλώνονται μεταξύ επιστημόνων αναφορικά με το θέμα των εμβολίων (63%), καθώς και το γεγονός ότι δεν εμπιστεύονται όσους δηλώνουν εμπειρογνώμονες στα θέματα της πανδημίας (61%). Καταγράφονται επίσης αντιλήψεις ότι «ο ιός είναι κατασκευασμένος και το εμβόλιο έχει δημιουργηθεί για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα» (49%) και ότι «ο εμβολιασμός είναι μια απόπειρα για πλήρη έλεγχο και καταπίεση των ελευθεριών μας από το κράτος» (42%), ενώ διατυπώνονται και ανησυχίες για πρόκληση μόνιμης βλάβης μέσω της νέας τεχνολογίας που χρησιμοποιούν τα εμβόλια (42%). Μάλιστα, πιστεύεται από κάποιους πως η καινούρια τεχνολογία του εμβολίου θα τους αλλάξει τον γενετικό κώδικα (9%). Άρνηση για εμβολιασμό προκύπτει επιπλέον και ως αποτέλεσμα της αντίληψης ότι το εμβόλιο μπορεί να επιφέρει το θάνατο (41%), καθώς και ένεκα της εμπιστοσύνης σε εναλλακτικούς τρόπους θεραπείας (36%).
Μια κοινωνία διχασμένη;
Παρά τις διαφορετικές αντιλήψεις και προσεγγίσεις έναντι του εμβολιασμού ανάμεσα στην κυπριακή κοινωνία, η πλειοψηφία των πολιτών, ποσοστό 39%, αντιμετωπίζει χωρίς κανένα πρόβλημα τους διαφωνούντες προς τη δική τους άποψη, αφού θεωρούν πως είναι ανθρώπινο δικαίωμα του καθενός να πράττει όπως ο ίδιος πιστεύει καλύτερα για τον εαυτό του.
Ένα 20% προσεγγίζει όσους έχουν πράξει το αντίθετο από τους ίδιους με νηφάλια συζήτηση και πειστικό διάλογο, ενώ ένα 22% από την άλλη αισθάνεται πως δεν μπορούν να επικοινωνήσουν. Για ένα 8%, οι διαφορετικά πράττοντες τους είναι αδιάφοροι, ένα 6% δεν τους συμπεριλαμβάνει στον κοινωνικό του κύκλο και ένα 2% τους αντιμετωπίζει περιφρονητικά και υποτιμητικά.
Η ταυτότητα της έρευνας:
Η έρευνα διενεργήθηκε από τον Οργανισμό IMR/Πανεπιστήμιο Λευκωσίας με συνεργάτη Οργανισμό την Ομοσπονδία Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου (ΟΣΑΚ). Χρόνος διεξαγωγής της έρευνας ήταν ο μήνας Αύγουστος του 2021 και το μέγεθος του δείγματος ανήλθε στα 2,038 άτομα. Η επιλογή του δείγματος έγινε με την μέθοδο της τυχαίας στρωματοποιημένης δειγματοληψίας και σε αυτό συμπεριλήφθηκε ισόποσος αριθμός αντρών και γυναικών, ηλικίας 18 ετών και άνω. Η συλλογή των στοιχείων έγινε με τηλεφωνικές και διαδικτυακές συνεντεύξεις με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, σε παγκύπρια κλίμακα και καλύπτοντας τόσο αστικές όσο και αγροτικές περιοχές.
Επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας ήταν ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Ν. Φελλάς, Ανώτερος Αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και μέλος της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής (ΣΕΕ). Η επιστημονική ομάδα αποτελείτο από τους δρ Κωνσταντίνο Τσιούτη, Επίκουρο Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου και επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής (ΣΕΕ) και δρ Χρήστο Πέτρου, Αναπληρωτή Καθηγητή Φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και σύμβουλο του Υπουργείου Υγείας.