Δεν προτίθεται πλέον να παίξει «τον ρόλο της Ιφιγένειας για να φουσκώσουν περισσότερο τα πανιά της διαφθοράς» λέει η Διευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών Άννα Αριστοτέλους. Σε δήλωση στο ΚΥΠΕ, η κ. Αριστοτέλους αναφέρεται στην χθεσινή ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, και κάνει λόγο για «καταφανή προσπάθεια αποδόμησης».
Εκφράζει ακόμη λύπη για «το γεγονός ότι το ίδιο το κράτος, για λόγους που γνωρίζουν όσοι εμπλέκονται, αποφάσισε να κατεδαφίσει ό,τι χτίστηκε για 8 χρόνια» στις φυλακές, μετά την καταγγελία για πράξεις διαφθοράς εναντίον ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας.
«Καταρχάς είναι θετική εξέλιξη που ο Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αλλάζουν την τακτική που ακολουθούσαν μέχρι πρόσφατα σε σχέση με τα πορίσματα» λέει η κ. Αριστοτέλους.
Μέχρι στιγμής, προσθέτει, δεν ανακοινώνονταν τα πορίσματα παρά μόνο οι αποφάσεις «ενώ βλέπουμε ότι στην περίπτωση των Φυλακών ακολουθήθηκε διαφορετικός χειρισμός για το τελευταίο πόρισμα».
Τον τελευταίο καιρό, συνεχίζει, υπάρχουν διάφορες συζητήσεις για τα πορίσματα και ο κόσμος είναι σε θέση να κρίνει τους λόγους για τους οποίους σε αυτή την περίπτωση η Νομική Υπηρεσία είχε την ανάγκη να αναφερθεί αποσπασματικά στο πόρισμα μέσω ανακοίνωσης.
«Από την ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, διαπιστώνεται καταφανής προσπάθεια αποδόμησης μας, με αποσπασματική επίκληση, δήθεν γεγονότων, κάποια από τα οποία έλαβαν χώρα την περίοδο που ο κ. Σαββίδης ήταν πολιτικός μας προϊστάμενος και μας συνέχαιρε για το έργο που επιτελούσαμε στις Φυλακές, όπως και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας» αναφέρει.
Σύμφωνα με την κ. Αριστοτέλους, η Νομική Υπηρεσία επικαλείται δύο δολοφονίες και την βεβήλωση τάφου, καταλογίζοντας την οργάνωση των εγκλημάτων από τις Φυλακές «χωρίς να υπάρχουν καν υποθέσεις ενώπιον Δικαστηρίου». «Από πότε στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης της χώρας μας προσάπτονται κατηγορίες μέσω ανακοινώσεων; Και από πότε η Νομική Υπηρεσία όταν υπάρχουν στοιχεία και γνωρίζει τους ενόχους, δεν τους οδηγεί ενώπιον της Δικαιοσύνης, παρά μόνο βγάζει ετυμηγορίες μέσω ανακοινώσεων;» διερωτάται.
Σε ό,τι αφορά την απόπειρα φόνου από ισοβίτη, την οποία επικαλέστηκε τόσο στην ανακοίνωση όσο και κατά την απόφαση της η Νομική Υπηρεσία για διεξαγωγή έρευνας, αξίζει να τονίσουμε, πως η μαρτυρία υπήρχε ενώπιον των Αρχών από το 2019, όταν συνελήφθη και παραδέχθηκε ο δράστης, συνεχίζει. «Τότε, πολιτικός προϊστάμενος ήταν ο νυν Γενικός Εισαγγελέας και ο κάθε ένας πλέον ας βγάλει τα συμπεράσματα του, για τους λόγους για τους οποίους όλα συμβαίνουν μετά την καταγγελία μας για πράξεις διαφθοράς εναντίον ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας» λέει.
«Λυπούμαστε να παρατηρήσουμε ότι, η κοινή ανακοίνωση Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, δημιουργεί την εντύπωση ότι πριν την ανάληψη της Διεύθυνσης από εμάς δεν υπήρχαν φυλακές. Καμία αναφορά στο τι συνέβαινε για χρόνια πριν, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία διασυρόταν διεθνώς και καταδικαζόταν από το ΕΔΑΔ, για βασανιστήρια και απάνθρωπες συνθήκες κράτησης. Καμία αναφορά για αυτοκτονίες, για βιασμούς καταδίκων, για δολοφονίες για εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και για εμπόριο κινητών τηλεφώνων, και καταδίκες από τα δικαστήρια για εγκλήματα που οργανώθηκαν από τις Φυλακές, και για τα οποία υπάρχουν καταδίκες από τα δικαστήρια και όχι ετυμηγορίες μέσω ανακοινώσεων» συνεχίζει.
Τότε, σύμφωνα με την κ. Αριστοτέλους, «προφανώς δεν ετίθετο σε κίνδυνο η δημόσια ασφάλεια και το οικοδόμημα της δικαιοσύνης, και για αυτό δεν διεξήχθη ποτέ καμία έρευνα με όλα αυτά που συνέβαιναν».
«Είναι προφανής η στοχοποίηση μας και μόνο αφελείς δεν θα αντιλαμβάνονταν ότι αυτή σχετίζεται άμεσα με την καταγγελία μας εναντίον ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας για διαφθορά. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το μπαράζ ποινικών ερευνών, πολύωρων ποινικών ανακρίσεων και μονταρισμένων ρεπορτάζ σε κανάλι αμέσως μετά την καταγγελία μας. Μια καταγγελία που έγινε επίσημα στις 20 Ιουνίου και ακόμα μελετάται, ενώ σε μόλις 21 μέρες μελετήθηκε η δεύτερη έρευνα που διατάχθηκε με άλλοθι το τηλεοπτικό ρεπορτάζ, με το μαρτυρικό υλικό που εμείς παραδώσαμε και τα στοιχεία που έφθασαν πάλι εντελώς τυχαία στην Αστυνομία μετά την καταγγελία μας» αναφέρει.
Μια καταγγελία, προσθέτει, για την οποία ήταν ενήμερος ο Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας πολύ πιο πριν από την γραπτή καταγγελία μας και «παρά το γεγονός πως γνώριζαν για τα στοιχεία, δεν παρενέβησαν αυτεπάγγελτα, όπως στη δεύτερη έρευνα, αλλά ήθελαν επίσημη καταγγελία».
«Προτιθέμεθα να σχολιάσουμε με τους δικηγόρους μας λεπτομερώς όλες τις προσβλητικές και σε πολλά σημεία αβάσιμες ή και απειλητικές αναφορές της ανακοίνωσης της Νομικής Υπηρεσίας, και θα το κάνουμε με στοιχεία και πραγματικά γεγονότα και όχι με επιλεκτικά αποσπάσματα και παρερμηνείες αυτών όπως έγινε μέσω της ανακοίνωσής της Νομικής Υπηρεσίας. Επίσης, πρόθεση μας είναι να ενημερώσουμε την κοινή γνώμη για εκκρεμούσες καταγγελίες, οι οποίες ενδεχομένως να έχουν άμεση σχέση» σημειώνει η Διευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών.
Επί του παρόντος, λέει περιορίζεται «στην έκφραση λύπης, για το γεγονός ότι το ίδιο το κράτος, για λόγους που γνωρίζουν όσοι εμπλέκονται, αποφάσισε να κατεδαφίσει ότι χτίστηκε για 8 χρόνια, με κόπο, επιμονή και πολλή δουλειά, ισοπεδώνοντας τα πάντα, μετά την καταγγελία μας για πράξεις διαφθοράς εναντίον ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας. Φαίνεται ότι το να καταγγέλλεις πράξεις διαφθοράς είναι μέγα αμάρτημα».
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος της κ. Αριστοτέλους, Πάμπος Ιωαννίδης, ανέφερε ότι «δυστυχώς αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τον πυρήνα του προβλήματος που ταλανίζει το σύστημα της σωστής διοίκησης και του σωστού χειρισμού των θεμάτων διαπλοκής και διαφθοράς για τα οποία φαίνεται ότι οι κρατούσες αρχές δεν δυσκολεύονται να καταλήγουν σε ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς».
«Για το πόρισμα Αιμιλιανίδη που προηγήθηκε κατά πολύ χρονικά και καταλήγει σε ευρήματα για ποινικές ευθύνες, δεν έχουν ενεργήσει διότι προφανώς δεν εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό» συνεχίζει και κάνει λόγο για «μαύρη μέρα για τη Δημοκρατία, την αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια των ανεξάρτητων θεσμών» και για «κατάντια».