Δεν υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων των καταδικασθέντων Γρηγόρη Ξενοφώντος, Τάσου Κρασοπούλη και Έλενας Σκορδέλη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης της δολοφονίας του Άντη Χατζηκωστή, στη βάση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, αποφάνθηκε την Τρίτη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Συγκεκριμένα, το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε με πλειοψηφία 6 προς 1 ότι δεν παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα των τριών αιτητών λόγω της χρήσης μαρτυρίας συνεργού για την πρωτόδικη απόφαση. Οι δικαστές αποφάσισαν επίσης ομόφωνα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του ίδιου άρθρου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε σχέση με τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας. Στην απόφαση του Δικαστηρίου καταγράφεται και η αποκλίνουσα γνώμη που εξέφρασε ο δικαστής Γιώργος Σεργίδης.
Οι αιτητές προσέφυγαν στο ΕΔΑΔ στις 21 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 2016, το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί κατά πόσο μια δίκη μπορεί να θεωρηθεί «δίκαιη» υπό την έννοια του άρθρου 6 της Σύμβασης, εφόσον οδηγεί σε καταδίκη που βασίζεται σε αποφασιστικό βαθμό σε μαρτυρία συνεργού.
Από την πλευρά του του Δικαστήριο λέει ότι δεν εντοπίζει κάποια παραβίαση λόγω καταδίκης στη βάση μαρτυρίας συνεργού, που δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας συμφωνίας και ο οποίος συνεργός τέθηκε αργότερα στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και δεν διώχθηκε.
Το ΕΔΑΔ αποδέχεται επίσης την διαπίστωση των κυπριακών δικαστηρίων, ότι δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ συνεργού και εισαγγελικών αρχών. Αναφέρεται με τα αρχικά του ονόματός του στον Φάνο Χατζηγεωργίου, λέγοντας ότι είχε ομολογήσει και κατέδωσε τους αιτητές από τύψεις, χωρίς να λάβει κάποια υπόσχεση σε αντάλλαγμα. Οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα να του παράσχει προστασία και να μην του απαγγελθούν κατηγορίες εμπίπτουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του αξιώματός του, παρά τη συνέχεια μιας υπόσχεσης που είχε δώσει, σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση του Δικαστηρίου.
Οι αιτητές, συνεχίζει, δεν διευκρίνισαν τις «αλλότριες στοχεύσεις» στη βάση των οποίων, όπως ισχυρίστηκαν, ενήργησε η αστυνομία και δεν παρείχαν οποιαδήποτε απόδειξη για μια συμφωνία μεταξύ του Χατζηγεωργίου και της Νομικής Υπηρεσίας. Επιπλέον, γνώριζαν την ταυτότητα του Χατζηγεωργίου, το περιεχόμενο της ομολογίας του και ότι δεν θα του ασκηθεί δίωξη. Στη δίκη, σημειώνεται, είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν κατά βούληση τόσο τον Χατζηγεωργίου όσο και τους αστυνομικούς που τον είχαν ανακρίνει, ενώ δεν ζήτησαν να εξεταστεί ο Γενικός Εισαγγελέας.
Με πλειοψηφία 6 προς 1, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας βασίστηκε στη μαρτυρία συνεργού, δεν είχε καταστήσει τη δίκη άδικη. Έκρινε επίσης, ομόφωνα, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6§1 σε σχέση με τον πρώτο αιτητή για τη διάρκεια της διαδικασίας (5 χρόνια και 9 μήνες), σημειώνοντας πως η πολυπλοκότητά των διαδικασιών αυτών δικαιολογεί την κάπως μακρά διάρκειά τους.
Στην αποκλίνουσα γνώμη του, ο δικαστής Σεργίδης παραθέτει τη νομολογία του Δικαστηρίου και λέει ότι ο ίδιος διαπιστώνει παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης και θα επιδίκαζε στους αιτητές χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη και έξοδα, λέει όμως ότι το ποσό αυτό δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί καθώς η άποψή του είναι μειοψηφική.