Αναφορικά με τα περιστατικά της νόσου του ιού Marburg που καταγράφηκαν στην Ισημερινή Γουινέα και σε άλλες αφρικανικές χώρες, το Υπουργείο Υγείας ενημερώνει ότι οι Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας παρακολουθούν στενά τα δεδομένα για την πορεία του ιού και θα υπάρξει νεότερη ανακοίνωση προς ενημέρωση των πολιτών, εάν κριθεί αναγκαίο.
Επιβεβαιωμένα περιστατικά έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής μόνο στην επαρχία Kie Ntem στην Ισημερινή Γουινέα (https://wwwnc.cdc.gov/travel/notices/watch/marburg-equatorial-guinea).
Ο Παγκόσμιος Οργανισμος Υγείας (ΠΟΥ) συνεργάζεται με τις τοπικές υγειονομικές αρχές για τον εντοπισμό κρουσμάτων και τη διεξαγωγή ιχνηλάτησης επαφών τους.
Ο ιός αιμορραγικός πυρετός Marburg ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον Έμπολα, το άλλο παθογόνο που προκαλεί αιμορραγικό πυρετό. Πρόκειται κατά βάση για μία ζωονόσο, δηλαδή μεταδίδεται από τα ζώα στους ανθρώπους. Ωστόσο, μπορεί να μεταδοθεί και από άνθρωπο σε άνθρωπο, κυρίως μετά από επαφή με αίμα ή εκκρίσεις ασθενών.
Σύμφωνα με το Αμερικάνικο CDC το επίπεδο επικινδυνότητας για τους ταξιδιώτες είναι στο χαμηλότερο επίπεδο και γίνεται σύσταση σε όσους επισκέπτονται την επηρεαζόμενη περιοχή να:
• Αποφεύγουν την επαφή με άρρωστα άτομα που έχουν συμπτώματα όπως πυρετό, μυϊκό πόνο και εξάνθημα.
Advertisement• Αποφεύγουν την επαφή με αίμα και άλλα σωματικά υγρά.
• Αποφεύγουν την επαφή με νυχτερίδες φρούτων και τις σπηλιές και τα ορυχεία όπου ζουν.
• Αποφεύγουν την επαφή με πρωτεύοντα ζώα (π.χ. χιμπατζήδες).
Advertisement• Οι ταξιδιώτες στην συγκεκριμένη περιοχή θα πρέπει να απομονώνονται και να αναζητούν ιατρική φροντίδα αμέσως εάν εμφανίσουν πυρετό, ρίγη, μυϊκό πόνο, εξάνθημα, πονόλαιμο, διάρροια, αδυναμία, έμετο, πόνο στο στομάχι ή ανεξήγητη αιμορραγία ή μώλωπες κατά τη διάρκεια ή μετά το ταξίδι (έως 21 ημέρες).
Τονίζεται ότι οι Ιατρικές Υπηρεσίες έχουν επικαιροποίηση πρόσφατα τα σχετικά πρωτόκολλα αλλά και το σχέδιο δράσης για διαχείριση περιστατικών αιμορραγικού πυρετού.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο ιός Marburg ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά σε ανθρώπους το 1967, στις πόλεις Μάρμπουργκ, Φρανκφούρτη και Βελιγράδι. Ο ιός μεταδόθηκε από αφρικανικούς πιθήκους που εισήχθησαν από την Ουγκάντα. Έκτοτε, ο ιός έχει συνδεθεί και με άλλα ζώα. Μεταξύ των ανθρώπων, μεταδίδεται κυρίως από άτομα που έχουν περάσει μεγάλα χρονικά διαστήματα σε σπηλιές και ορυχεία τα οποία κατοικούνται από νυχτερίδες.