Προδήλως αβάσιμη βρήκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την προσφυγή του πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου κατά της απόλυσής του από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, απορρίπτοντας τα παράπονά του και καταλήγοντας ότι η αίτηση ενώπιον του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.Το Δικαστήριο, αναφέρεται στην απόφαση, η οποία εκδόθηκε την Πέμπτη, θεωρεί «ότι ο ισχυρισμός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δωροδοκήθηκε, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή η κατηγορία μεταδόθηκε στην εθνική τηλεόραση, ήταν σίγουρα επιζήμιο για το Γενικό Εισαγγελέα, ικανό να τον προσβάλει και να τον επηρεάσει στην τέλεση των καθηκόντων του, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εξουσία να αναστέλλει ποινικές υποθέσεις προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος». Σημειώνει ότι «αντίθετα με την πεποίθηση του αιτητή, αντί να υπηρετήσουν το κοινό οι δηλώσεις του, υπέσκαψαν την εμπιστοσύνη του κοινού στον ανώτατο νομικό αξιωματούχο του κράτους».Το Δικαστήριο, συνεχίζει η απόφαση, δεν αγνοεί το γεγονός ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή, η απομάκρυνσή του από τη θέση του για ανάρμοστη συμπεριφορά, ήταν βαριά.«Ωστόσο, έχοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, περιλαμβανομένου του καθήκοντος του κράτους να προστατεύει τον Γενικό Εισαγγελέα από αβάσιμες επιθέσεις, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η απομάκρυνση του αιτητή για τις ψευδείς δηλώσεις του δεν ήταν δυσανάλογη του νόμιμου στόχου που επιδιωκόταν», σημειώνεται.Οι λόγοι που εκφράστηκαν από το Συμβούλιο ήταν αρκετοί και σχετικοί για να δικαιολογούν τέτοιου είδους επέμβαση, αναφέρεται.Το Δικαστήριο, θεωρεί ότι επέμβαση ήταν εύλογα απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία της υπόληψης άλλων, σύμφωνα με τη Σύμβαση. Προδήλως αβάσιμη βρήκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την καταγγελία του πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με την αμεροληψία ή όχι του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Μύρωνα Νικολάτου.
Το Δικαστήριο εντόπισε ότι ο Πρόεδρος του Ανωτάτου ήταν ανοιχτός και ειλικρινής για την φιλία του με το Γενικό Εισαγγελέα. Αν ιδωθεί συνολικά και στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου είχε την απαραίτητη αντικειμενικότητα, που απαιτείται από την αρχή της δικαστικής αμεροληψίας και μπόρεσε να σταθεί υπεράνω της φιλίας του με τον Γενικό Εισαγγελέα στην τέλεση του δικαστικού του ρόλου. Επιπρόσθετα, τίποτε δεν δεικνύει ότι ο Πρόεδρος είχε προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση, ούτε και ο αιτητής ήγειρε τέτοιο ζήτημα.Το Δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι ο Πρόεδρος ήταν μόνο ένα μέλος, της ολομέλειας του Ανωτάτου, που απαρτιζόταν από 11 καταρτισμένους Δικαστές, όλοι Δικαστές Ανωτάτου Δικαστηρίου που εξέτασαν τη διαφορά, κάτι που υποδηλοί επαγγελματισμό.Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο αιτητής είχε την ευκαιρία να εγείρει ζήτημα για την παρουσία του Προέδρου στο έδρανο και προχώρησε σε παραδοχές ως προς το ζήτημα της αμεροληψίας. Το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι από την άποψη του αντικειμενικού παρατηρητή, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ολόκληρη η Ολομέλεια του Ανωτάτου, μολύνθηκε από την αμφισβήτηση ενός Δικαστή, ιδιαίτερα όταν το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω το Δικαστήριο βρίσκει ότι δεν μπορεί να ειπωθεί ότι το Συμβούλιο είχε έλλειψη αμεροληψίας κατά την λήψη της απόφασης. Είναι επακόλουθο ότι αυτό το παράπονο είναι προδήλως αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το Άρθρο 35 της Σύμβασης.Την ίδια κατάληξη είχε, μεταξύ άλλων, και το παράπονο ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να προσφύγει εναντίον του αιτήματος για απόλυσή του, λόγω του ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν σεβάστηκε τον τύπο που καθορίζουν οι Κανονισμοί, το Δικαστήριο αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι αυτό το ζήτημα δεν τέθηκε κατά τη διάρκεια της εθνικής διαδικασίας καθώς και ότι το Σύνταγμα ανέκαθεν έδιδε την ευχέρεια στον Γενικό Εισαγγελέα να ζητήσει την απομάκρυνση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ εδώ.