Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε τον νόμο για την οικονομική αυτονόμηση της Βουλής για λόγους διατύπωσης των άρθρων του Συντάγματος, τα οποία η Βουλή τροποποίησε. Κατόπιν τούτου αναμένεται ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών θα συνέλθει εκτάκτως ώστε να συζητήσει την αναπομπή και η Ολομέλεια της Βουλής να αποφασίσει αν την αποδέχεται ή όχι. Όπως αναφέρεται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής, η οποία συνοδεύει τον αναπεμφθέντα νόμο, η αναπομπή έγινε επειδή η Βουλή δεν εξασφάλισε προ της ψήφισης του αναπεμπόμενου νόμου την έγκριση της Κυβέρνησης ως προς την ακριβή διατύπωση της πρότασης νόμου στην οποία βασίστηκε ο νόμος που αναπέμφθηκε. Στην επιστολή προστίθεται ότι η Βουλή δεν εξασφάλισε γραπτώς την έγκριση της Κυβέρνησης ως προς την ακριβή διατύπωση του αναπεμφθέντος νόμου και αυτός έχει ψηφιστεί σε παράβαση του άρθρου 80.2 του Συντάγματος, καθώς βασίστηκε σε πρόταση νόμου, η οποία αυξάνει τις δαπάνες του προϋπολογισμού χωρίς να προηγηθεί η αναγκαία προς τούτο κυβερνητική συναίνεση.
Στην επιστολή γίνεται εισήγηση όπως αναδιατυπωθεί η νέα παράγραφος (7) του άρθρου 167 του Συντάγματος, ώστε να διασφαλίζει σαφώς και απερίφραστα ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θα συμμορφώνεται συνολικά ως σώμα με τις ευρύτερες δημοσιονομικές συνθήκες και με τα εκάστοτε καθοριζόμενα από την εκτελεστική εξουσία ανώτατα όρια δαπανών. Επίσης να διασαφηνίζεται ότι η εφαρμογή της νέας παραγράφου δεν επιτρέπεται να θίγει το υπερισχύον δίκαιο της ΕΕ και αν το πράξει θα υπερισχύει το κοινοτικό δίκαιο. Ακόμα επισημαίνει πως το άρθρο πρέπει να διασαφηνίζει ότι η Ολομέλεια της Βουλής εγκρίνει τον Προϋπολογισμό της όπως συντάσσεται από τον Πρόεδρο της με τις οποίες τροποποιήσεις αυτή κρίνει σκόπιμες (τηρουμένων βεβαίως, του δικαίου της ΕΕ των ευρύτερων συνθηκών και των εκάστοτε καθοριζόμενων από την εκτελεστική εξουσία ανωτάτων ορίων δαπανών).