Παγκόσμια έρευνα της Deloitte για τη Νέα Γενιά Οικογενειακών Επιχειρήσεων σ’ ότι αφορά τα επιχειρηματικά οικοσυστήματα
Οι οικογενειακές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη πρόκληση: πως να αναπτυχθούν στα ρευστά επιχειρηματικά οικοσυστήματα διατηρώντας την εταιρική τους ταυτότητα παράλληλα με την οικογενειακή τους ταυτότητα και συνοχή.
Για να μπορέσουν να αναπτυχθούν στα σύγχρονα δυναμικά και πολύπλοκα επιχειρηματικά οικοσυστήματα, πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης τους, να δουν πιο σφαιρικά τα είδη των επιχειρηματικών σχέσεων που μπορούν να αξιοποιήσουν και που θα επιφέρουν μεγαλύτερη αξία, σύμφωνα με τη νέα έρευνα της Deloitte.
Η έρευνα της Deloitte, με τίτλο ‘Η Νέα Γενιά Οικογενειακών Επιχειρήσεων: Εξερευνώντας τα Επιχειρηματικά Οικοσυστήματα’ (Next–generation family businesses: Exploring business ecosystems) αποτελεί μια διεθνή έρευνα του Κέντρου Οικογενειακών Επιχειρήσεων (Family Business Centre) της Deloitte, η οποία βασίζεται στις απαντήσεις 575 υφιστάμενων και μελλοντικών διευθυντών οικογενειακών επιχειρήσεων σχετικά με τις απόψεις και τις πράξεις τους όσον αφορά στα επιχειρηματικά οικοσυστήματα στα οποία δραστηριοποιούνται. Η έρευνα έδειξε ότι ενώ οι περισσότερες οικογενειακές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τα οικοσυστήματα ως ευκαιρία ανάπτυξης, εξακολουθούν να υπάρχουν τάσεις εσωστρέφειας ακόμα και σε οργανισμούς των οποίων οι ηγέτες θεωρούν τους εαυτούς τους ότι ευνοούν πιθανές συνεργασίες.
Η καινοτομία είναι ένα θέμα για το οποίο οι απόψεις της ηγεσίας των οικογενειακών επιχειρήσεων δεν συνάδουν ιδιαίτερα με τις πράξεις τους. Η μεγάλη πλειοψηφία (89%) των ερωτηθέντων συμφωνούν ότι τα οικοσυστήματα επιχειρήσεων επιτρέπουν στον οργανισμό τους να καινοτομήσει ξεπερνώντας τις ατομικές του δυνατότητες. Ωστόσο, απαντώντας σχετικά με τη συμμετοχή τους σε προγράμματα καινοτομίας, οι περισσότεροι από τους μισούς (53%) αναφέρουν ότι σπάνια συνεργάστηκαν με άλλους οργανισμούς τα τελευταία τρία χρόνια, ή ποτέ, αποκαλύπτοντας μια απροθυμία ανάμεσα σε κάποιες οικογενειακές επιχειρήσεις να συνεργαστούν με εξωτερικούς φορείς. Επίσης, 32% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι οι επιχειρήσεις τους θα μπορούσαν να συνεργαστούν μόνο με οργανισμούς με τους οποίους διατηρούν ήδη μακροχρόνια συνεργασία, για τη δημιουργία νέων υπηρεσιών και/ή προϊόντων. Αυτή η τάση συνάδει με την παραδοσιακή επιμονή των οικογενειακών επιχειρήσεων να δραστηριοποιούνται εντός ενός σταθερού, κλειστού δικτύου συνεργατών – κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τα πολυδιάστατα και ρευστά μοντέλα συνεργασιών που χαρακτηρίζουν τα σημερινά επιχειρηματικά οικοσυστήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενδιαφέρον το ότι οι εξαγορές ήταν η πιο συνηθισμένη μορφή επιχειρηματικής συνεργασίας που συνήψαν οι ερωτηθέντες τα τελευταία τρία χρόνια – και ότι αναμένουν να εμπλακούν σε περισσότερες εξαγορές παρά οποιoδήποτε άλλο είδος συνεργασίας τα επόμενα τρία χρόνια. Στην ερώτηση γιατί στοχεύουν σε επιχειρηματικές συνεργασίες, το 30% ανέφερε την «πρόσβαση στην καινοτομία» ως κίνητρο, που αποτελεί την τρίτη πιο δημοφιλή αιτία μιας επιχειρηματικής συνεργασίας. Η έρευνα καταδεικνύει ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις δίνουν μεγάλη αξία στη διατήρηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς το 63% των ερωτηθέντων αναφέρει ότι η διατήρηση της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι «πολύ» ή «αρκετά» σημαντική για τον οργανισμό τους.
Λαμβάνοντας αυτά τα ευρήματα υπόψη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις αισθάνονται ότι πρέπει να έχουν πλήρη ιδιοκτησία των καινοτομιών τους για να αποκομίζουν αξία από αυτές. Ενώ αυτή η άποψη συνάδει με την γενικότερη επιμονή των παραδοσιακών οικογενειακών επιχειρήσεων για διατήρηση της ιδιοκτησίας, μπορεί να εκθέσει τις ηγεσίες των επιχειρήσεων σε άνισα ρίσκα, εάν οδηγήσει σε εξαγορά οργανισμών εις βάρος άλλων ειδών συνεργασίας. Οι κοινοπραξίες και οι συνεργασίες οι οποίες προάγουν μια πιο διαπραγματεύσιμη μορφή συνεργασίας με λιγότερο ρίσκο από ότι οι εξαγορές, μπορούν να προσφέρουν τεράστιες ευκαιρίες στις οικογενειακές επιχειρήσεις να επωφεληθούν από καινοτομίες χωρίς αυτές απαραίτητα να πρέπει να αποτελούν ιδιοκτησία τους.
Για περισσότερες πληροφορίες για τα πορίσματα της έρευνας της Deloitte επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.deloitte.com/cy