Στα δημοκρατικά πολιτεύματα η ιδιότητα του βουλευτή, είθισται να συνοδεύεται και από το προνόμιο του ακαταδίωκτου ή όπως είναι ευρύτερα γνωστό, της ασυλίας.
Αν και προνόμιο, δεν αποσκοπεί στον διαχωρισμό ή την προνομιακή μεταχείριση των Βουλευτών, αλλά στην προστασία τους από διώξεις σχετικές με το πολιτικό τους έργο. Με λίγα λόγια η ασυλία διασφαλίζει την ελεύθερη έκφραση και την απελευθερωμένη από φιμώσεις επιτέλεση της νομοθετικής τους αποστολής.
Η βουλευτική ασυλία στην Κύπρο κατοχυρώνεται Συνταγματικά στο άρθρο 83 και σύμφωνα με αυτό: «Οι βουλευταί δεν υπόκεινται εις ποινικήν δίωξιν και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκεν οιασδήποτε εκφρασθείσης γνώμης ή ψήφου δοθείσης υπ’ αυτών εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων».
Επειδή όμως, όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, το κυπριακό Σύνταγμα, εκτός από την ασυλία, προνοεί και το πλαίσιο μέσα στο οποίο η ασυλία αυτή επιτρέπεται να αρθεί.
Στην Ελλάδα η άρση μπορεί να γίνει μόνο μετά τη σύμφωνο γνώμη της Βουλής. Στην Κύπρο, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού η άρση της βουλευτικής ασυλίας δεν εγκρίνεται από το νομοθετικό σώμα, αλλά από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Συγκεκριμένα και σύμφωνα με το αρ. 83 του Συντάγματος: “Ο βουλευτής δεν δύναται άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακισθεί εφόσον χρόνον εξακολουθεί να είναι βουλευτής”.
Λόγοι και τρόποι άρσης
Ο λόγος για τον οποίο αίρεται η βουλευτική ασυλία στην Κύπρο είναι η διάπραξη ποινικών αδικημάτων εκ μέρους ενός Βουλευτή.
Αν το ποινικό αδίκημα στο οποίο ενέχεται ένας Βουλευτής είναι κακουργηματικής μορφής, δηλαδή επισύρει ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και κατελήφθη επ’ αυτοφώρω, μπορεί να συλληφθεί, να φυλακισθεί και να διωχθεί ποινικά, χωρίς την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο ενημερώνεται άμεσα από τις αρμόδιες αρχές και αποφασίζει επί της παροχής αδείας ή μη για συνέχιση της δίωξης ή/και φυλάκισης του ενεχόμενου μέλους της Βουλής.
Αν δεν συντρέχει αδίκημα κακουγουργηματικής μορφής και δεν κατελήφθη ο αδικοπραγήσας βουλευτής επ’ αυτοφώρω, ο δρόμος προς άρση είναι η κατάθεση σχετικού αιτήματος άρσης της ασυλίας του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο και θα αποφασίσει αν θα παραχωρήσει άδεια άρσης ή όχι.
Το αρ. 83 του κυπριακού Συντάγματος
83. Οι βουλευταί δεν υπόκεινται εις ποινικήν δίωξιν και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκεν οιασδήποτε εκφρασθείσης γνώμης ή ψήφου δοθείσης υπ’ αυτών εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
AdvertisementΟ βουλευτής δεν δύναται άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακισθεί εφόσον χρόνον εξακολουθεί να είναι βουλευτής.
Τοιαύτη άδεια δεν απαιτείται επί αδικήματος επισύροντος ποινήν φυλακίσεως πέντε ετών και άνω, εφόσον ο αδικοπραγήσας κατελήφθη επ’ αυτοφώρω. Εις την περίπτωσιν ταύτην το Ανώτατον Δικαστήριον ειδοποιούμενον παρευθύς υπό της αρμοδίας Αρχής αποφασίζει επί της παροχής ή μη της αδείας συνεχίσεως της διώξεως ή της κρατήσεως, εφ’ όσον χρόνον ο αδικοπραγήσας εξακολουθεί να είναι βουλευτής.
Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς δίωξιν του βουλευτού, ο χρόνος καθ’ ον ο βουλευτής δεν δύναται να διωχθεί δεν συνυπολογίζεται εις τον χρόνον παραγραφής του περί ού πρόκειται αδικήματος.
Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς εκτέλεσιν αποφάσεως φυλακίσεως επιβληθείσης εις βουλευτήν υπό αρμοδίου δικαστηρίου, η εκτέλεσις της αποφάσεως ταύτης αναβάλλεται, μέχρις ού ο καταδικασθείς παύσει να είναι βουλευτής.