Η Κύπρος δεν διαιρείται για κανένα λόγο και είναι καιρός η Τουρκία να παραμερίσει και να επιτρέψει στους Κύπριους να επανενώσουν τη χώρα τους ως μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, αναφέρει σε επιστολή του προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη, πρέσβης Ανδρέας Χατζηχρυσάνθου
Η επιστολή Χατζηχρυσάνθου προς τον ΓΓ του ΟΗΕ, η οποία ζήτησε όπως κυκλοφορήσει ως έγγραφο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εστάλη με αφορμή την επιστολή της 19ης Μαΐου 2022 του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα. Οπως αναφέρει ο κ. Χατζηχρυσάνθου «η εν λόγω επιστολή ανακυκλώνει για άλλη μια φορά τον ίδιο ιστορικό ρεβιζιονισμό και την παραποίηση γεγονότων».
Στην επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Κύπρου επισημαίνεται πως η Κύπρος δεν διαιρείται για κανένα λόγο, «συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατασκεύασε ένας ισχυρός γείτονας που επιθυμεί η Κύπρος να μην υπήρχε ως κράτος από μόνο του και μόνο ως κράτος-μαριονέτα της και ως σκαλοπάτι για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου».
Όπως τονίζεται, «είναι καιρός η Τουρκία να παραμερίσει και να επιτρέψει στους Κύπριους να επανενώσουν τη χώρα τους ως μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, αντί να προσπαθήσει να μετατρέψει την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε στρατηγικό εργαλείο για τον έλεγχο της λήψης αποφάσεων σε μια επανενωμένη Κύπρο υπό το πρόσχημα των κατηγοριών για έλλειψη ετοιμότητας για μοίρασμα εξουσίας και πλούτου».
Ο κ. Χατζηχρυσάνθου αναφέρει στην επιστολή του πως η Κύπρος αναδείχθηκε το 1960 ως ενιαίο κράτος με έναν λαό, τον κυπριακό λαό, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής. «Η επακόλουθη απεικόνιση μιας από τις εθνοτικές κοινότητες της Κύπρου ως λαού, προκειμένου να προσποιηθεί ένα ξεχωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης, δεν είναι μόνο νομικά άκυρη εκ των υστέρων, αλλά δεν έχει καμία βάση στην ιστορική πραγματικότητα», τονίζει.
«Προφανώς, μια τέτοια κατασκευή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πολιτικό εργαλείο, που χρησιμοποιείται από το συγγενικό κράτος της εν λόγω εθνικής κοινότητας, για να εφεύρει μια δικαιολογία για απόσχιση, γιατί αυτό υπαγορεύεται από τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα», επισημαίνει.
Εξίσου ψευδής, προσθέτει ο κ. Χατζηχρυσάνθου, είναι η παρουσίαση της μονομερούς αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από τους κρατικούς θεσμούς το 1963 ως οτιδήποτε άλλο εκτός από μια στρατηγική κίνηση που προκλήθηκε από την Τουρκία για να επιδιώξει τη διχοτόμηση της Κύπρου. Επικαλείται προς τούτο την έκθεση του ΓΓ των ΗΕ για την Επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για την περίοδο από 26 Απριλίου έως 8 Ιουνίου 1964, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1964, στην οποία δήλωσε ότι «η έλλειψη μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων εκτός των περιοχών τους, πιστεύεται ότι υπαγορεύεται επίσης από έναν πολιτικό σκοπό, δηλαδή, να ενισχύσει τον ισχυρισμό ότι οι δύο κύριες κοινότητες της Κύπρου δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά στο νησί. χωρίς κάποιου είδους γεωγραφικό διαχωρισμό».
Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, στην έκθεσή του για την Επιχείρηση για την περίοδο 13 Δεκεμβρίου 1964 έως 10 Μαρτίου 1965, με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1965, δήλωσε επίσης -προσθέτει ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος- ότι «η τουρκοκυπριακή πολιτική, η αυτοαπομόνωση έχει οδηγήσει την κοινότητα στην αντίθετη κατεύθυνση από την κανονικότητα» και ότι «η ηγεσία της κοινότητας αποθαρρύνει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό από το να εμπλακεί σε προσωπικές, εμπορικές ή άλλες επαφές με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες του…».
Στην επιστολή γίνεται αναφορά στη διεθνή κοινότητα η οποία όπως λέει, είναι ξεκάθαρη ότι υπάρχει ένα ενιαίο κράτος της Κύπρου με μια μοναδική νόμιμη Κυβέρνηση που εκπροσωπεί ολόκληρη τη χώρα και που ασκεί κυριαρχία και νομική εξουσία σε ολόκληρο το νησί, συμπεριλαμβανομένου του εδάφους, του εναέριου χώρου και του θαλάσσιου χώρου του. Η διεθνής κοινότητα ήταν εξίσου σαφής ότι η τουρκική επιθετικότητα κατά της Κύπρου και η συνεχιζόμενη κατοχή του 36% του εδάφους της ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης δεν έχει καμία επίδραση στη διεθνή νομιμότητα.
«Στις αμέτρητες επιφυλάξεις μέσω των οποίων ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας παρουσιάζει μια κατασκευασμένη εικόνα των προσπαθειών διευθέτησης, παραδέχεται τον πραγματικό λόγο για το σημερινό αδιέξοδο, που δεν είναι άλλο από το αίτημα της χώρας του για αναγνώριση και νομιμοποίηση της αποσχιστικής οντότητας που ίδρυσε μέσω την παράνομη χρήση βίας κατά της Κύπρου», τονίζει ο κ. Χατζηχρυσάνθου.
Σημειώνει, επίσης, πως «ουσιαστικά, η Τουρκία προσπαθεί να αναθεωρήσει τους κανόνες σχετικά με τη χρήση βίας προσπαθώντας να επιβάλει στη διεθνή κοινότητα την εσφαλμένη αντίληψη ότι ένας καρπός επιθετικότητας είναι έγκυρο νομικό αποτέλεσμα».
Ο κ. Χατζηχρυσάνθου προσθέτει πως «αυτός είναι ο πυρήνας του τουρκικού αιτήματος για λύση δύο κρατών, που επαναλαμβάνεται στην επιστολή, και η επιμονή στην οποία μας εμπόδισε να επαναλάβουμε την ειρηνευτική διαδικασία στην Κύπρο». Ο κύριος λόγος, συνεχίζει, για τον οποίο ούτε η διάσκεψη Κραν-Μοντάνα ούτε το Σχέδιο Ανάν οδήγησαν σε διευθέτηση είναι η επιμονή της Τουρκίας να έχει ερείσματα στην Κύπρο μετά τη διευθέτηση, με τους περιορισμούς κυριαρχίας που αυτό συνεπάγεται.
Όσον αφορά στο θέμα των υδρογονανθράκων στο οποίο αναφέρθηκε η Τουρκία στο έγγραφο της, ο κ. Χατζηχρυσάνθου υπογραμμίζει ότι «οι θέσεις της Τουρκίας φανερώνουν ξεκάθαρα την πολιτική της για παραβίαση της κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, καταπάτηση του θαλάσσιου χώρου της Κύπρου, σύναψη παράνομης «συμφωνίας οριοθέτησης» με παράνομη οντότητα, και χρησιμοποιώντας το μέγεθος και τη δύναμή της, αντί του διεθνούς δικαίου, ως κώδικα συμπεριφοράς».
Αναφορικά με το Δίκαιο της Θάλασσας, τονίζεται στην επιστολή πως «η Τουρκία αρνείται να αποδεχτεί τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και το εθιμικό διεθνές δίκαιο και διεκδικεί περιοχές όπου δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενο μέρος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Οι θαλάσσιες ζώνες της Τουρκίας και τα δικαιώματα που έχει σε αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν, ούτε να διεκδικηθούν, εάν τα όριά τους καθορίζονται αυθαίρετα σε βάρος των θαλάσσιων περιοχών και των δικαιωμάτων άλλων κρατών, σε πλήρη περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου, τονίζει περαιτέρω.
«Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν έχουν βάση σε καθιερωμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου και δεν έχουν νομική ισχύ. Έχουν επινοηθεί αυθαίρετα για (α) να ταιριάζουν με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και (β) να εμποδίζουν την Κύπρο να ασκεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, μεταξύ άλλων με την ιδιοποίηση ολόκληρων τμημάτων των θαλάσσιων ζωνών της, παρεμπόδιση πλοίων που διεξάγουν έρευνες υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου εκ μέρους της κυβέρνησής της και παράνομη εξερεύνηση από την Τουρκία στην αποκλειστική οικονομική ζώνη και την υφαλοκρηπίδα της Κύπρου», αναφέρει, τέλος, ο κ. Χατζηχρυσάνθου.