Το καθολικό απαγορευτικό που έχει επιβληθεί στη Βρετανία από τις αρχές του έτους δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα ως προς τον περιορισμό εξάπλωσης του κορωνοϊού, σύμφωνα με τα ευρήματα της τακτικής έρευνας REACT, που πραγματοποιεί το Imperial College του Λονδίνου σε μεγάλο δείγμα πολιτών.
Από τους δειγματοληπτικούς ελέγχους σε 142.900 κατοίκους της χώρας στο διάστημα 5-12 Ιανουαρίου προκύπτει πως «δεν υπάρχουν αποδείξεις μείωσης των κρουσμάτων». Αντίθετα, καταγράφονται «ανησυχητικές ενδείξεις μιας πρόσφατης ανόδου των λοιμώξεων» σε όλη τη χώρα.
Τα συμπεράσματα της έρευνας συνιστούν ψυχρολουσία για την κυβέρνηση και τους πολίτες που είχαν αναθαρρήσει από την πτωτική τάση των τελευταίων ημερών ως προς τα κρούσματα που εντοπίζονται καθημερινά από τα διαγνωστικά τεστ.
Σύμφωνα με το Imperial College, κατά το διάστημα που καλύπτει η νεότερη έρευνα υπολογίζεται πως ένας στους 63 κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν φορέας του ιού. Η αναλογία είναι χειρότερη για το Λονδίνο, με έναν στους 36 κατοίκους να είναι φορέας.
Πρόκειται για αυξήσεις της τάξης του 50% σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα του Imperial στις αρχές Δεκεμβρίου.
Η έρευνα REACT προσδιορίζει την τιμή R του ρυθμού μετάδοσης του κορωνοϊού στο Ηνωμένο Βασίλειο σε 1,04.
Σε συνοδευτική της έρευνας δήλωση, ο Υπουργός Υγείας Ματ Χάνκοκ τονίζει ότι οι λοιμώξεις από κορωνοϊό είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο σε όλη τη χώρα, κάτι που θα έχει αντίκτυπο στο ήδη εξαιρετικά πιεσμένο σύστημα υγείας. «Είναι απολύτως υψίστης σημασίας ο καθένας να παίξει το ρόλο του για να μειωθούν οι λοιμώξεις», προσθέτει ο κ. Χάνκοκ.
Η έρευνα επιβεβαιώνει επίσης ότι οι εργαζόμενοι σε κρίσιμα επαγγέλματα, που δεν μπορούν να εργάζονται από το σπίτι, είναι πιο πιθανό να προσβληθούν από τον ιό. Επίσης πιο ευάλωτοι είναι οι πολίτες που ζουν σε σπίτια με μεγάλο αριθμό συγκατοίκων, που ζουν σε πιο υποβαθμισμένες περιοχές και που είναι μαύροι ή ασιατικής καταγωγής.
Σημειώνει επίσης ότι θα χρειαστούν αρκετές εβδομάδες μέχρι να φανεί ο αντίκτυπος του προγράμματος εμβολιασμών που στη Βρετανία ξεκίνησε στις αρχές Δεκεμβρίου.
Εν τω μεταξύ, έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης συμπεραίνει ότι αν κάποιος βρεθεί αρνητικός σε διαγνωστικό τεστ επτά ημέρες μετά από περίοδο καραντίνας, τότε είναι απίθανο να μπορεί να μεταδώσει τον ιό.
Το ρίσκο μετάδοσης σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο μετά από 14 ημέρες καραντίνας χωρίς διαγνωστικό τεστ, σημειώνεται στην έρευνα.