Κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, η Γερουσία των ΗΠΑ ξεκίνησε σήμερα τη δεύτερη, ιστορική δίκη του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος κατηγορείται ότι υποκίνησε τους οπαδούς του να επιτεθούν στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου.
Ο Ρεπουμπλικάνος μεγιστάνας, που πλέον έχει εγκατασταθεί στη Φλόριντα, δεν θα παραστεί στη δίκη. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαλλαγεί.
Κάτω από απόλυτη σιγή, οι Δημοκρατικοί βουλευτές που έχουν αναλάβει τον ρόλο των κατηγόρων, έφτασαν στην αίθουσα της Γερουσίας, διασχίζοντας τους ίδιους διαδρόμους του Καπιτωλίου που πριν από έναν μήνα είχαν κατακλυστεί από τους υποστηρικτές του Τραμπ, σπέρνοντας το χάος. Πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων και ένας αστυνομικός.
Σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, οι 100 Γερουσιαστές που θα δικάσουν τον Τραμπ ήταν επίσης μάρτυρες αλλά και θύματα της επίθεσης. Όλοι τους πήραν τις θέσεις τους για την έναρξη της διπλά ιστορικής δίκης, αφού προηγήθηκε μια σύντομη προσευχή.
Είναι η πρώτη φορά που ένας πρώην πρόεδρος παραπέμπεται με το ερώτημα της καθαίρεσης αφού έχει εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο. Είναι επίσης η πρώτη φορά στα χρονικά που ένας πρόεδρος παραπέμπεται για δεύτερη φορά σε δίκη.
Οι εικόνες από τις ταραχές και η ομιλία του Τραμπ προς το συγκεντρωμένο πλήθος, λίγα λεπτά νωρίτερα, αναμένεται ότι θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη δίκη. Οι Δημοκρατικοί κατήγοροι έχουν προαναγγείλει ότι θα παρουσιάσουν «νέα» στοιχεία. Μιλούν για «συντριπτικές» αποδείξεις, ωστόσο οι συνήγοροι του τέως προέδρου απαντούν ότι το κατηγορητήριο είναι «γελοίο».
Με βάση το Σύνταγμα, χρειάζεται πλειοψηφία των δύο τρίτων της Γερουσίας για να καταδικαστεί ένας πρόεδρος. Μολονότι πολλοί Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές έχουν επικρίνει ανοιχτά τον ρόλο που έπαιξε ο Τραμπ στις ταραχές, μοιάζει απίθανο οι 17 από αυτούς να ενώσουν τις φωνές τους με τους Δημοκρατικούς συναδέλφους τους και να καταδικάσουν τον 45ο πρόεδρο, ο οποίος παραμένει πολύ δημοφιλής στη βάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Οι δύο πλευρές συμφωνούν σε ένα πράγμα: η δίκη πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα. Δεν αποκλείεται έτσι η ψηφοφορία να διεξαχθεί στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Οι Ρεπουμπλικάνοι επειδή δεν θέλουν να επικεντρωθούν σε μια υπόθεση που διχάζει το κόμμα τους, οι Δημοκρατικοί επειδή θέλουν να ασχοληθούν με άλλες προτεραιότητες, όπως είναι η έγκριση των νόμων και η επικύρωση των διορισμών των νέων υπουργών του Τζο Μπάιντεν.
Ο τελευταίος φροντίζει να τηρεί αποστάσεις από τη δίκη. Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι, είπε σήμερα ότι ο νέος πρόεδρος δεν θα σχολιάζει τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, ούτε καν θα παρακολουθεί τη διαδικασία.
Η έναρξη της σημερινής ημέρας θα είναι αφιερωμένη σε διαδικαστικά θέματα, σε μια συζήτηση γύρω από τη συνταγματικότητα ή μη της δίκης: η κάθε πλευρά έχει στη διάθεσή της δύο ώρες για να παρουσιάσει τα επιχειρήματά της και στη συνέχεια θα ακολουθήσει ψηφοφορία.
Το θέμα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του Τραμπ, του Ντέβιντ Σόεν και του Μπρους Κάστορ, οι οποίοι θεωρούν «παράλογο και αντισυνταγματικό» να διεξάγεται μια δίκη για την καθαίρεση ενός απλού πολίτη. Το επιχείρημα αυτό το επαναλαμβάνουν και πολλοί Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές.
Για τους Δημοκρατικούς «εισαγγελείς» υπάρχουν συντριπτικές αποδείξεις για την ενοχή του μεγιστάνα, ο οποίος κατ’ αυτούς ευθύνεται για «τη χειρότερη παραβίαση του Συντάγματος που έχει διαπραχθεί ποτέ από Αμερικανό πρόεδρο». Υπενθυμίζουν ότι επί μήνες αρνιόταν να παραδεχθεί την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν και μιλούσε, χωρίς αποδείξεις, για «μαζική» εκλογική νοθεία. Και τέλος, την ομιλία του προς τους χιλιάδες υποστηρικτές του που είχαν συγκεντρωθεί στην Ουάσινγκτον την ώρα που η Γερουσία και η Βουλή συνεδρίαζαν για να επικυρώσουν τη νίκη του Δημοκρατικού υποψηφίου.