Εδώ και αρκετές ημέρες, το ζήτημα των περιβόητων Leopard 2 μονοπωλεί τους κεντρικούς τίτλους των μεγάλων διεθνών ειδησεογραφικών μέσων. Οι δισταγμοί της Γερμανίας να προμηθεύσει την εμπόλεμη Ουκρανία με τανκς δικής της κατασκευής αποτελούν μόνο ένα από τα πρόσφατα προβλήματα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η οποία εκτός των άλλων είναι αντιμέτωπη και με την επ’ αόριστον ματαίωση των συνομιλιών για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας, έπειτα από το μπλόκο της Τουρκίας που ακολούθησε την καύση του Κορανίου στη διάρκεια διαδηλώσεων στη Στοκχόλμη.
Όμως, αν το βέτο της Τουρκίας κάθε άλλο παρά κεραυνός εν αιθρία υπήρξε, τι είναι αυτό που δυσκολεύει τόσο τη Δύση να φτάσει σε μια συμφωνία για τα όπλα που θα αποστείλει στην Ουκρανία;
Εδώ και αρκετές ημέρες, η Γερμανία δέχεται τεράστιες πιέσεις από τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ για την παροχή Leopard 2 στον ουκρανικό στρατό. Ως αποτέλεσμα, έπειτα από εβδομάδες υπεκφυγών, το Βερολίνο έφτασε στον εξής συμβιβασμό: να μην αποστείλει μεν τα άρματα μάχης που βρίσκονται στην ιδιοκτησία του στην εμπόλεμη ζώνη, αλλά να επιτρέψει στην Πολωνία να προσφέρει τα δικά της (η Γερμανία διατηρεί το δικαίωμα απαγόρευσης μεταπώλησης του στρατιωτικού εξοπλισμού που κατασκευάζει), με την τελευταία να δηλώνει πως έχει ήδη υποβάλει επισήμως σχετικό αίτημα.
Η ιστοσελίδα The Conversation ανέλυσε τους λόγους που κάνουν τη Γερμανία τόσο διστακτική, αλλά και τους πραγματικούς κινδύνους που ενδεχομένως κρύβονται στην απόφαση του ΝΑΤΟ να προσφέρει στην Ουκρανία για πρώτη φορά τα τανκς που ζητά από το ξέσπασμα του πολέμου. Θα μπορούσε αυτή η κίνηση να προκαλέσει μια δυσάρεστη αντίδραση της Ρωσίας, απειλώντας το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας και, τελικά, την αξιοπιστία της Δύσης;
Γιατί διστάζει τόσο η Γερμανία;
Για μάλλον ευνόητους λόγους, έπειτα από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία έχει επιλέξει να τηρεί ένα πασιφιστικό προφίλ. Συχνά, αυτό το γεγονός παρουσιάζεται και ως εξήγηση για τη στάση της γύρω από το ζήτημα των Leopard 2, που θεωρούνται «επιθετικός» εξοπλισμός.
Ορισμένοι γερμανοί αναλυτές φοβούνται πως η προσφορά τανκς στην Ουκρανία θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός πυρηνικού πολέμου με τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, έχοντας βιώσει την εμπειρία της διχοτόμησης στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Γερμανία αντιμετωπίζει παραδοσιακά τον εαυτό της ως ικανό να γεφυρώσει το χάσμα Ρωσίας και Δύσης.
Ωστόσο, το The Conversation υποστηρίζει ότι αυτά τα επιχειρήματα είναι μάλλον ανεπαρκή, από τη στιγμή που η Γερμανία ήδη παρέχει στην Ουκρανία όπλα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση επιθέσεων. Ανάμεσά τους εκτοξευτήρες πυραύλων, ρουκέτες ικανές να καταστρέψουν καταφύγια και τεθωρακισμένα οχήματα Marder.
Επιπλέον, η Γερμανία ανήκει στους πλέον δραστήριους εμπόρους όπλων του πλανήτη, κατέχοντας την τέταρτη θέση σε όλο τον κόσμο σε συνολικές πωλήσεις εξοπλισμού. Πέρσι οι πωλήσεις της άγγιξαν τα 9,35 δισεκατομμύρια ευρώ, με τις μισές περίπου να αφορούν την Αίγυπτο.
Τα Leopard 2 ανήκουν στον τυπικό εξοπλισμό των νατοϊκών στρατών. Περισσότερα από 2.000 ανήκουν σε στρατούς σε όλη την Ευρώπη.
Όσον αφορά τη Ρωσία και τις πυρηνικές απειλές του προέδρου της, Βλαντίμιρ Πούτιν, η ιστοσελίδα παρατηρεί ότι δεν αποτελούν νέα ανησυχία, αφού απασχολούν τον πλανήτη εδώ και μια δεκαετία. Επομένως, καταλήγει, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως συγκεκριμένα τα Leopard 2 είναι εκείνα που έχουν τη δύναμη να οδηγήσουν στον Αρμαγεδδώνα. Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν φαίνεται πως κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει τον πόλεμο με το ΝΑΤΟ, θεωρώντας εύλογα πως μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε ήττα της Ρωσίας.
Γερμανικός στρατός σε κρίση
Τι μπορεί, λοιπόν, να εξηγήσει τη γερμανική άρνηση; Ενδεχομένως η δυσλειτουργία του δικού της στρατού, αλλά και τα τεκταινόμενα στην εσωτερική πολιτική της.
Όπως παρατηρεί το The Conversation, η απόφαση του γερμανού καγκελάριου, Όλαφ Σολτς, ήρθε μόλις μερικές ημέρες μετά την παραίτηση της γερμανίδας υπουργού άμυνας, Κρισίν Λάμπρεχτ. Η θητεία της στιγματίστηκε από επικοινωνιακά λάθη, όπως η δήλωσή της σε πρωτοχρονιάτικο βίντεο περί «ευχάριστων συναντήσεων» που απόλαυσε με ανθρώπους… εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και από την αποτυχία της να αυξήσει τις προμήθειες εξοπλισμού των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
Τα προβλήματα του γερμανικού στρατού είναι μεγάλα και δυσεπίλυτα, με κυριότερα τις ελλείψεις στην εκπαίδευση, αλλά και τον εξοπλισμό.
Η στάση της Γερμανίας, ωστόσο, επιδεινώνει περαιτέρω την αντίληψη του πλανήτη για την ενότητα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, σε μια περίοδο που η Συμμαχία όχι μόνο επιδιώκει να εμφανιστεί αρραγής, αλλά και… αποτυγχάνει σε αυτή της την επιδίωξη, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη διακοπή των διαδικασιών ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας.
Σε παλαιότερες δηλώσεις του, ο Σολτς είχε υποστηρίξει ότι θα επέτρεπε άλλα κράτη να αποστείλουν Leopard στην Ουκρανία, μόνο στην περίπτωση που οι ΗΠΑ προμήθευαν επίσης το Κίεβο με τα δικά τους M1 Abrams, θέλοντας να αποδείξει ότι και οι ΗΠΑ δεν δείχνουν τόσο μεγάλη γενναιοδωρία όταν η συζήτηση αφορά δικό τους εξοπλισμό.
Απουσία κοινής στρατηγικής
Η ανάλυση του The Conversation καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διαφωνίες για τα τανκς αποδεικνύουν ότι το ΝΑΤΟ απλώς δεν διαθέτει μια ενιαία στρατηγική για τον πόλεμο.
Όπως αναφέρει το μέσο, οι ηγέτες της Συμμαχίας μπορεί να προχωρούν σε βαρύγδουπες δηλώσεις περί υποστήριξης στο Κίεβο που προσπαθεί να ανακτήσει τα εδάφη του και να ισχυρίζονται ότι στόχος της Δύσης είναι να δει τον ρωσικό ιμπεριαλισμό να ηττάται, όμως στο βαθμό που τα λόγια δεν συνοδεύονται από σαφές σχέδιο, δεν πρόκειται παρά για ευσεβείς πόθους.
Πέρα από την ανάγκη ενός σχεδίου, το The Conversation τονίζει πως απαιτείται και μια ισχυρή δέσμευση ότι, μετά τον πόλεμο, το ΝΑΤΟ θα λειτουργήσει ως εγγυητής της ουκρανικής εθνικής κυριαρχίας και θα αναπτύξει στρατηγική περιορισμού των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Ρωσίας στο μέλλον.
Αναγνωρίζοντας τους κινδύνους μιας τέτοιας στρατηγικής, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρωσικές αντιδράσεις – και που μάλλον δεν θα γινόταν αποδεκτή με χαρά από σημαντικά τμήματα του πληθυσμού της Ευρώπης – το The Conversation καταλήγει στο ότι η τακτική της διαχείρισης της Ρωσίας δια της προσέγγισης έχει αποδειχθεί αποτυχημένη και πως η σκληρή στάση των χωρών της Βαλτικής, της Πολωνίας, της Βρετανίας, των ΗΠΑ, αλλά και της Σουηδίας και της Φινλανδίας αποτελούν μονόδρομο.
Φυσικά, πολλοί αναλυτές διαφωνούν με αυτή την άποψη. Και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για αρκετές χώρες της Ευρώπης.