Της Μαρίας Τσαγγάρη
Δημοσιογράφος, ερευνήτρια, άνθρωπος. Η Σεβγκιούλ Ουλουντάγ, η Τουρκοκύπρια δημοσιογράφος που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης μιλά στην κάμερα του Alpha για την έρευνά της που βοήθησε οικογένειες να εντοπίσουν τα οστά αγνοούμενων συγγενών τους αλλά και για το πώς θεωρεί ότι η δουλειά της, άσχετα από βραβεύσεις, θεραπεύει πληγές που πρέπει να κλείσουν για να μπορεί να έχει ένα κοινό μέλλον ο κόσμος της Κύπρου.
Για δεκατρία χρόνια η Τουρκοκύπρια δημοσιογράφος Σεβγκιούλ Ουλουντάγ μαζεύει ανείπωτες ιστορίες… εντοπίζει τόπους ταφής αγνοουμένων, γράφοντας καθημερινά στην στήλη της στις εφημερίδες Γενί Ντουζέν και Πολίτης.
“Όλοι αυτοί οι συγγενείς των αγνοουμένων, θύματα βιασμού… Κανείς δεν θεράπευσε τα τραύματά τους. Κανείς δεν τους ρώτησε καν τι τους συνέβη. Σε πολλές περιπτώσεις ήμουν η πρώτη που πήγε και ρώτησε “τι σου συνέβη;” “τι υπέμεινες;”. Και ήρθε σαν ωκεανός, ο κόσμος περίμενε κάποιον να τους ρωτήσει. Δεν έκανα κάτι εξωπραγματικό. Έκανα ό,τι θα έκανε ένας συνηθισμένος, αντικειμενικός δημοσιογράφος».
Τι σημαίνει το ότι προταθήκες για Νόμπελ Ειρήνης;
«Σημαίνει πολλά επειδή είναι η αναγνώριση ενός διαφορετικού είδους δημοσιογραφίας στην Κύπρο, όπου υπάρχει ενσυναίσθηση, ενδιαφέρον, οι ανάγκες και των δύο κοινοτήτων. Η κοινωνία των πολιτών ασχολείται με ένα θέμα που είναι πολύ ευαίσθητο και αφορά τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Μέσω της υποψηφιότητάς της έρχεται ξανά στο προσκήνιο διεθνώς το θέμα των αγνοουμένων.
«Όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά μου, υπήρξε βεβαίως ενδιαφέρον από την διεθνή σκηνή. Η Deutsche Welle, φίλοι από το BBC και άλλα διεθνή μέσα μου τηλεφώνησαν για συνεντεύξεις και το ανέφεραν βέβαια. Αλλά εναπόκειται σε εμάς τους Κυπρίους να είναι αυτό το θέμα σημαντικό».
Ξεκίνησε αυτό το ταξίδι το 2001, σημειώνοντας ότι ήταν ένα θέμα ταμπού, το οποίο τόλμησαν να αγγίξουν από την ελληνοκυπριακή πλευρά ο δημοσιογράφος Αντρέας Παράσχος και ο βοηθός του εκπροσώπου της ελληνοκυπριακής πλευράς στη ΔΕΑ Ξενοφών Καλλής.
Advertisement«Ανακάλυψα ότι ένας πολύ καλός μας φίλος είχε αγνοούμενο πατέρα και δεν το γνωρίζαμε. Δεν το είπε δυνατά και οι συγγενείς των αγνοουμένων Τουρκοκυπρίων σιωπούσαν. Ήταν πολύ δύσκολο να βρω ανθρώπους να μας μιλήσουν. Δούλεψα 1,5 μήνα και μπόρεσα να βρω μόνο πέντε άτομα να μου μιλήσουν».
Η Σεβγκιούλ μέσω της στήλης της άγγιξε το κοινό, τους έδωσε ένα ασφαλές περιβάλλον για να μοιραστούν όσα γνώριζαν για την τύχη των αγνοουμένων, επικοινωνώντας άμεσα και ανώνυμα μαζί της.
«Εκατοντάδες, χιλιάδες κλήσεις στο τηλέφωνο. Μοιράστηκα τις πληροφορίες με την Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων και τις δημοσίευσα και στις δύο κοινότητες έτσι ώστε να έχει ο καθένας το δικαίωμα να γνωρίζει».
Η ίδια πιστεύει ότι μπορεί να βρεθεί μια λύση στο ανθρωπιστικό ζήτημα που άφησε πίσω του ο πόλεμος, αρκεί οι δύο κοινότητες να το αποφασίσουν.
«Πρέπει να δούμε ότι υπάρχει κοινός πόνος. Δεν υπάρχει τουρκικός πόνος ούτε ελληνικός πόνος. Είναι ανθρώπινος πόνος. Αν δεν κοιτάξουμε κατάματα την Ιστορία και δούμε ο ένας τον άλλο στα μάτια, αληθινά και ειλικρινά, τότε δεν έχουμε μέλλον σε αυτό το νησί, διότι τις αδυναμίες μας ως δύο κοινότητες πάντα θα τις εκμεταλλεύονται τρίτοι », καταλήγει.