Στην Κύπρο «οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση παραμένουν υψηλές, αλλά η χαμηλή αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα πρόκληση», σύμφωνα με ετήσια έκθεση της Κομισιόν για τα εκπαιδευτικά συστήματα στην ΕΕ, την οποία παρουσίασε σήμερα στις Βρυξέλλες, ο Επίτροπος Τίμπορ Νάβρασιτς.Σύμφωνα με την έκθεση, που φέτος έχει έμφαση στην εκπαίδευση για την ιθαγένεια και την ιδιότητα του πολίτη καταγράφεται ότι στην Κύπρο «η εκπαίδευση για την ιθαγένεια ενσωματώνεται στη γενική εκπαίδευση και υπάρχει επίσης στην ψηφιακή εκπαίδευση», ενώ «ο εκσυγχρονισμός της σχολικής εκπαίδευσης έχει προχωρήσει περαιτέρω όσον αφορά τους διορισμούς των εκπαιδευτικών, την εφαρμογή νέων προγραμμάτων σπουδών και σχολικών κανονισμών και τη συνεχιζόμενη επαγγελματική εξέλιξη».Σύμφωνα με τα βασικά ευρήματα η συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο είναι υψηλή συνολικά, αλλά «η υπερκάλυψη παραμένει ζήτημα και οι απόφοιτοι της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών (STEM) υποεκπροσωπούνται».«Η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) ενισχύθηκε, ωστόσο τα επίπεδα συμμετοχής και η απασχολησιμότητα των μεταπτυχιακών στην ΕΕΚ παραμένουν χαμηλά», αναφέρεται.Σημειώνεται δε ότι «πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες για τη βελτίωση της εκπαίδευσης ενηλίκων, αλλά το πολύ χαμηλό ποσοστό των συμμετεχόντων με χαμηλή ειδίκευση εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα, ιδίως λόγω της συρρίκνωσης και της γήρανσης του πληθυσμού».Αναλυτικά, η έκθεση αναφέρει ότι οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση παραμένουν υψηλές.
Advertisement«Στο 6% του ΑΕΠ το 2016, οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση παραμένουν πολύ υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ κατά 4,7%». Υπολογιζόμενη ως ποσοστό των συνολικών δημόσιων δαπανών, η Κύπρος δαπάνησε «το 15,6% για την εκπαίδευση το 2016, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ». Η μεταβολή σε πραγματικούς όρους ήταν 2,7 εκατοστιαίες μονάδες από το 2015.
Όπως και με τις περισσότερες χώρες, «οι μισθοί των εκπαιδευτικών (73%) αποτελούν τις μεγαλύτερες δαπάνες». «Η Κύπρος διαθέτει ένα εκπαιδευτικό σύστημα με χαμηλή αποτελεσματικότητα, δεδομένου ότι οι δαπάνες είναι υψηλές, αλλά τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα (δηλαδή οι γνώσεις, οι δεξιότητες και οι ικανότητες που επιτυγχάνουν οι σπουδαστές, όπως μετράται από το Πρόγραμμα του ΟΟΣΑ για τη Διεθνή Αξιολόγηση Φοιτητών (PISA), είναι χαμηλές», καταγράφει.
«Τα καλύτερα εκπαιδευτικά αποτελέσματα θα ωφελήσουν την κοινωνία εν γένει, δεδομένης της θετικής επίδρασης της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και την ισότητα των εισοδημάτων (ΟΟΣΑ, 2016)», σημειώνει η έκθεση της Κομισιόν.
Η έκθεση καταγράφει ακόμη ότι «η ανάπτυξη του νέου συστήματος διορισμού εκπαιδευτικών έχει αρχίσει, αλλά η πρόοδος στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι αργή».
«Μετά τις πρώτες εξετάσεις εισόδου το Νοέμβριο του 2017, η ομάδα επιτυχημένων υποψηφίων είναι αρκετά μεγάλη ώστε να καλύψει τις θέσεις που προγραμματίζονται για τα επόμενα 2 χρόνια», αναφέρει και σημειώνει ότι οι αρχές εξέτασαν το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό συνολικής επιτυχίας ως απόδειξη της αξιοπιστίας της διαδικασίας, ενώ οι απογοητευμένοι υποψήφιοι και άλλοι ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν την αντίθετη άποψη. Από τους συμμετέχοντες στις εξετάσεις (5.020), μόνο 1.869 πέτυχαν. Το χαμηλότερο ποσοστό επιτυχίας (6,9%) ήταν στην ελληνική γλώσσα. «Δεν έχουν ληφθεί μέτρα πολιτικής για τη μεταρρύθμιση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών», αναφέρει η έκθεση και καταγράφει ότι «οι συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη – ακόμη και με τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών, δεν έχουν ακόμη αρχίσει».
Σημειώνεται ακόμη ότι «οι ψηφιακές δεξιότητες βελτιώνονται αλλά οι απόφοιτοι STEM παραμένουν σπάνιοι. Το ήμισυ του πληθυσμού αναφέρει ότι έχει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες έναντι του 43% το 2016. Ωστόσο, το ποσοστό των αποφοίτων STEM (9,8% 43) παραμένει το χαμηλότερο στην ΕΕ».Σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η συμμετοχή αυξήθηκε κατά 2,4 μονάδες βάσης από το 2016, φθάνοντας το 55,8% – ύψος ρεκόρ. Η Κύπρος είναι πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (39,9%) και δεύτερη μόνο μετά τη Λιθουανία. Αν και εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ (84,9%), με 75,2% το 2017, το επίπεδο απασχόλησης των πρόσφατων πτυχιούχων ΑΕΙ εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό των ατόμων με χαμηλότερα προσόντα.Ωστόσο, ένα πολύ υψηλό ποσοστό (41,2% 46) των αποφοίτων ΑΕΙ εργάζεται σε θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες. «Ο μεγάλος αριθμός αποφοίτων κοινωνικών επιστημών και συγκριτικά λίγοι απόφοιτοι του STEM δημιουργεί μια ανισορροπία», σημειώνει η Κομισιόν. Ταυτόχρονα η ζήτηση για επαγγελματίες της εκπαίδευσης αυξάνεται.Η έκθεση τέλος καταγράφει ότι πραγματοποιήθηκε περαιτέρω πρόοδος στη μεταρρύθμιση της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, αλλά η συμμετοχή σε αυτήν εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.Μόνο το 17% των μαθητών της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συμμετείχε στην ΕΕΚ το 2016 (μέσος όρος της ΕΕ: 49%). Το ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης ήταν το χαμηλότερο στην ΕΕ το 2017 (52% έναντι 76,6%).
«Έχουν καταβληθεί προσπάθειες για την αύξηση των επιπέδων συμμετοχής και της ικανότητας των σχολών επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και την αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών σε συνεργασία με τη βιομηχανία», σημειώνει και καταγράφει ότι «μια ολοκληρωμένη ανάλυση του εθνικού συστήματος μαθητείας ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2018 σε συνεργασία με το Cedefop» η οποία «θα βοηθήσει τους εθνικούς φορείς να αναπτύξουν την ικανότητά τους να αναπτύξουν περαιτέρω το εθνικό πρόγραμμα μαθητείας».