Αρχίζει στις 16.00 το απόγευμα η συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2019 και αναμένεται αυτός να τεθεί σε ψηφοφορία μετά τις 18.00 την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου. Της κορυφαίας ετήσιας συνεδρίας του Κοινοβουλίου θα προηγηθεί έκτακτη συνεδρία της Ολομέλειας της Βουλής, ώστε το νομοθετικό σώμα να τοποθετηθεί επί της πρότασης νόμου που κατέθεσαν οι Πρόεδροι του ΔΗΣΥ και του ΔΗΚΟ Αβέρωφ Νεοφύτου και Νικόλας Παπαδόπουλος για μείωση του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα κατά 5 σεντ το λίτρο. Επί του Κρατικού Προϋπολογισμού κατατέθηκαν 48 κυβερνητικές τροπολογίες και σύμφωνα με δηλώσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αναμένεται να σταυρωθεί αριθμός κονδυλίων. Ενώπιον της Ολομέλειας αναμένεται να τεθούν και οι τροπολογίες των κομμάτων. Η συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού θα αρχίσει με ανάγνωσης της Έκθεσης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών από τον απερχόμενο Πρόεδρο της Επιτροπής, Αβέρωφ Νεοφύτου. Η συνεδρία της πρώτης ημέρας της συζήτησης του Κρατικού Προϋπολογισμού θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί με τις ομιλίες των Αρχηγών ή Εκπροσώπων των κομμάτων. Στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών, αναφέρεται ότι ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2019, όπως αρχικά κατατέθηκε στη Βουλή, προβλέπει δαπάνες (τακτικές και αναπτυξιακές) για τις οποίες ζητείται έγκριση πληρωμής (μη περιλαμβανομένων των δαπανών που βαρύνουν το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας) ύψους €5.457.370.805 (αρχικός προϋπολογισμός χωρίς τις τροποποιήσεις που κατατέθηκαν στο μεταξύ από το Υπουργείο Οικονομικών) και παρουσιάζει αύξηση δαπανών κατά 2,79% σε σύγκριση με τις αρχικά προϋπολογισθείσες και εγκριθείσες δαπάνες του προϋπολογισμού του 2018 (μη περιλαμβανομένων των δύο συμπληρωματικών προϋπολογισμών του 2018). Στην έκθεση αναφέρεται πως το ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές) προβλέπεται για το 2019 σε €21.808,4 εκ. έναντι €20.760,9 εκ.. (εκτίμηση) για το 2018 και €19.571 εκ. για το 2017. Τα συνολικά έσοδα για το 2019 προϋπολογίζονται σε €6.668.435.492 (εξαιρουμένων των χρηματοοικονομικών ροών) και οι συνολικές δαπάνες που περιλαμβάνονται στον κρατικό προϋπολογισμό του 2019 (περιλαμβανομένων και των δαπανών που βαρύνουν απευθείας το Πάγιο Ταμείο όπως και των αποπληρωμών δανείων, οι οποίες δεν χρήζουν έγκρισης από τη Βουλή), προϋπολογίζονται σε €9.054.250.687 (προϋπολογισθείσες) έναντι €7.574.578.477 (προϋπολογισθείσες) για το 2018. Για τα έτη 2020 και 2021, σύμφωνα με το ΜΔΠ 2019-2021, οι συνολικές δαπάνες προϋπολογίζονται σε €9.406.578.424 και €9.096.771.268, αντίστοιχα. Οι 48 τροπολογίες που κατατέθηκαν από την Κυβέρνηση, όπως προέκυψε από τη συζήτηση τους στην Επιτροπή Οικονομικών, αυξάνουν κατά 16 εκατομμύρια ευρώ τις δαπάνες. Στην έκθεση προστίθεται ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις του Υπουργού Οικονομικών, όπως και της Διοικητού της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, διαπιστώνει ότι σε σχέση με τη δημοσιονομική κατάσταση, την ευρύτερη οικονομική κατάσταση της Κύπρου, όπως και το πλαίσιο επί του οποίου έχει βασιστεί η κατάρτιση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2019, η κυπριακή οικονομία διατηρεί θετικό ρυθμό ανάπτυξης και κατά το 2018.
Η Επιτροπή παρατηρεί περαιτέρω ότι η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου από διεθνείς οίκους σε επενδυτική βαθμίδα, η βελτίωση που σημειώνουν οι δημοσιονομικοί δείκτες, καθώς και οι κοινωνικοί δείκτες, σημειώνονται ως θετικές εξελίξεις για την πορεία της κυπριακής οικονομίας. Επισημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος κρίνεται βιώσιμο σε όλα τα σενάρια ευαισθησίας, επισημαίνεται η αύξησή του κατά το 2018 η οποία, σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών, οφείλεται στην ολοκλήρωση της συναλλαγής πώλησης μέρους των περιουσιακών στοιχείων της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας, ενώ παράλληλα τονίζεται η ανάγκη συνέχισης της προσπάθειας μείωσης του σε επίπεδα που δεν ξεπερνούν το 100% του ΑΕΠ. Η Επιτροπή Οικονομικών διαπίστωσε ότι η κυπριακή οικονομία, με βάση τα στοιχεία που κατατέθηκαν από τον Υπουργό Οικονομιών, συνεχίζει να μεγεθύνεται και παράλληλα οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές προβλέπονται να είναι θετικές. Επίσης ότι η μακροοικονομική σταθερότητα, η βιώσιμη ανάπτυξη, ο περιορισμός του δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα και η ευημερία των πολιτών πρέπει να αποτελούν κύριες προτεραιότητες πολιτικής της κυβέρνησης και πως η ανάπτυξη νέων οικονομικών τομέων, η συνέχιση της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη σωστή βάση και η ορθολογική και ουσιαστική αποκλιμάκωση των ΜΕΧ θα συμβάλουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Στην έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών καταγράφεται επίσης ότι από την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής, αναγνωρίζεται η βελτίωση που παρουσιάζει η κυπριακή οικονομία για το 2018 και η θετική μεσοπρόθεσμη προοπτική της και πως περαιτέρω, από μέλη της επιτροπής επισημαίνονται μεταξύ άλλων η ανισομερής κατανομή αφενός του βάρους που επωμίστηκαν οι πολίτες για την επίτευξη της ανάπτυξης της οικονομίας και των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και αφετέρου του οφέλους που προκύπτει από την ανάπτυξη, η διατήρηση εκ μέρους της κυβέρνησης ενός οικονομικού μοντέλου, βασιζόμενο σε ευάλωτους οικονομικούς τομείς. Παρατήρησαν τα μέλη αυτά, ότι το μοντέλο αυτό χρήζει αναθεώρησης, ώστε να ενισχυθούν και να αναπτυχθούν νέοι βιώσιμοι παραγωγικοί τομείς που μπορούν να συμβάλουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας, η ανάγκη ενίσχυσης των πολιτικών του κράτους για τη στήριξη της ευημερίας των πολιτών και τη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, καθώς και την περαιτέρω στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επίσης επεσήμαναν την ανάγκη προώθησης αναπτυξιακών έργων ανταποδοτικού χαρακτήρα, καθώς και έργων που συμβάλλουν στην κυκλική οικονομία και στην πράσινη ανάπτυξη και ότι παρατηρούνται αποκλίσεις στα επίπεδα των κοινωνικών δεικτών για την Κύπρο σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέλη της Επιτροπής Οικονομικών παρατήρησαν ότι ο μεγάλος αριθμός κυβερνητικών τροποποιήσεων που έχουν κατατεθεί μετά την επίσημη κατάθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού, δεν έδωσε στην επιτροπή επαρκή χρονικά περιθώρια για ενδελεχή εξέτασή τους, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη για καλύτερο προγραμματισμό εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας και την ανάγκη για μελλοντική αποφυγή αυτής της πρακτικής.