Στην ένατη συνεχόμενη αύξηση των βασικών της επιτοκίων οδεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) την Πέμπτη, σε μια προσπάθεια να τιθαθεύσει τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, με το ερώτημα πλέον να αφορά στο πότε θα σημάνει την παύση στις συνεχόμενες αυξήσεις, οι οποίες από τον Ιούλιο του 2022 έχουν φτάσει σωρευτικά στις 400 μονάδες βάσης, με σημαντικές συνέπειες στο κόστος δανεισμού τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στα νοικοκυριά.
Θεωρείται δεδομένο ότι στην αυριανή συνεδρία (στις 15:45 ώρα Κύπρου η συνέντευξη της Προέδρου της ΕΚΤ) για θέματα νομισματικής πολιτικής, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα ανακοινώσει νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, με ήδη το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να βρίσκεται στο 3,50% που αποτελεί επίπεδο ρεκόρ εδώ και 23 χρόνια. Παράλληλα, πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι ενδεχομένως να υπάρξει και νέα αύξηση στη συνάντηση του Σεπτεμβρίου.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη τον Ιούνιο υποχώρησε μεν στο 5,5%, παραμένοντας δε σημαντικά πάνω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ που είναι το 2%.
«Δεν έχουμε ακόμη δει την πλήρη επίπτωση των σωρευτικών αυξήσεων των επιτοκίων, κατά 400 μονάδες βάσης, που αποφασίσαμε από τον περασμένο Ιούλιο. Αλλά η δουλειά μας δεν έχει επιτευχθεί», είπε η κ. Λαγκάρντ σε ομιλία της στην Σίντρα της Πορτογαλίας στα τέλη Ιουνίου, για να προσθέσει ωστόσο ότι «εν απουσία σημαντικής αλλαγής στις προοπτικές θα συνεχίσουμε την αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο».
H κ. Λαγκάρντ τόνισε πως το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει δώσει κατεύθυνση σε δύο διαστάσεις, ήτοι πως οι μελλοντικές αποφάσεις θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ θα οδηγηθούν σε επίπεδα που είναι «επαρκώς περιοριστικά για να πετύχουν μια έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%» και ότι θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα «για όσο καιρό χρειαστεί».
Σε μια άλλη σημαντική αναφορά, η κ. Λαρκάρντ επεσήμανε πως λόγω αβεβαιότητας και του υψηλού πληθωρισμού «είναι απίθανο στο κοντινό μέλλον η ΕΚΤ να μπορέσει να δηλώσει με πλήρη πεποίθηση ότι η κορύφωση των επιτοκίων έχει επιτευχθεί».
«Είναι γι’ αυτό που η πολιτική πρέπει να αποφασίζεται κάθε συνάντηση και να παραμείνει βασισμένη σε στοιχεία», τόνισε.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ του Ιουνίου, η οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί στο 0,9% φέτος για να ανακάμψει στο 1,5% το 2024, και στο 1,6% το 2025. Αντίστοιχα ο πληθωρισμός από το 8,4% του 2022, εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 5,4% φέτος και θα συνεχίσει τη μείωσή του το 2024 και το 2025, φτάνοντας στο 3% και 2,2% αντίστοιχα.
Ωστόσο, ήδη κάποια στοιχεία καταδεικνύουν ότι η περιοριστική νομισματική πολιτική έχει επιφέρει σημαντικές πιέσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Η έρευνα χορηγήσεων δανείων της ΕΚΤ, για το δεύτερο τρίμηνο του 2023, κατέδειξε ότι η ζήτηση επιχειρηματικών δανείων έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο σημείο από το 2003, όταν ξεκίνησε έρευνα αυτή, ενώ οι τράπεζες αναμένουν νέα υποχώρηση της ζήτησης το επόμενο τρίμηνο λόγω των αυξανόμενων επιτοκίων και της χαμηλότερης ζήτησης για χρηματοδότησης πάγιων επενδύσεων. Σημαντική μείωση καταγράφεται και στα δάνεια νοικοκυριών αν και σε χαμηλότερα επίπεδα.
Παράλληλα, άλλοι δείκτες, όπως τους σύνθετους δείκτες υπευθύνων παραγωγής (PMI) δείχνουν συνεχόμενες μειώσεις, που, όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές, παραπέμπουν σε ύφεση στην ευρωζώνη.
Σε σημείωμά της η Berenberg economics χαρακτηρίζει αισιόδοξες τις προβλέψεις της ΕΚΤ για οικονομική ανάπτυξη, εκτιμώντας ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα παραμείνει στάσιμη μέχρι και τις αρχές του 2024.
«Είναι πιθανόν η ΕΚΤ να μην δώσει μια ξεκάθαρη κατεύθυνση αν θα αυξήσει τα επιτόκια τον Σεπτέμβρη και αντίθετα θα επιμείνει στη βάση των δεδομένων και σε μια στάση βλέποντας και κάνοντας», καταλήγει η Berenberg.