Δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην Κυπριακή Δημοκρατία για την απομείωση καταθέσεων που υπέστησαν πελάτες της Cyprus Popular Bank Co Ltd. (Λαϊκή Τράπεζα) από τα μέτρα και τις αποφάσεις που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, ούτε υπάρχει διασύνδεση του δημοσιονομικού χρέους της Δημοκρατίας με την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Αυτά αναφέρει πολυσέλιδη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 19 Απριλίου 2022, το οποίο απέρριψε αγωγή που στρεφόταν, μεταξύ άλλων, εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη βάση ότι τα μέτρα και οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο παραβίαζαν τα συνταγματικά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα του ενάγοντα.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου -το οποίο προηγουμένως εξέτασε, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ως επίσης τα γεγονότα και το πώς αυτά οδήγησαν στη λήψη των αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο- οι αποφάσεις που λήφθηκαν για αντιμετώπιση της οικονομικής κατάσταση της χώρας που επηρεάζει το τραπεζικό σύστημα και αντίστροφα, επέφεραν εν τέλει απομείωση των καταθέσεων, όμως παράλληλα διασφάλισαν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην ολότητά του, την άμεση πρόσβαση στις ασφαλισμένες καταθέσεις και τη μη μετακύλιση του κόστους εξυγίανσης των τραπεζών στους φορολογούμενους.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως γενική και αόριστη τη θέση που προβλήθηκε από τον ενάγοντα ότι η Δημοκρατία καθυστέρησε να υποβάλει έγκαιρα, αίτημα για οικονομική στήριξη στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, για να σημειώσει πως κατά την κρίση του «δεν έχει αποδειχθεί, στο βαθμό που απαιτείται, ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιάς που υπέστη ο Ενάγοντας και της παράλειψης της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποταθεί έγκαιρα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης». Ρητή είναι ακόμη η αναφορά του Δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία κατέβαλε πολλές προσπάθειες για διάσωση τόσο της Λαϊκής Τράπεζας όσο και της Τράπεζας Κύπρου.
Ως προς το ζήτημα παραβίασης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του ενάγοντα λόγω της εξυγίανσης, το Δικαστήριο αναγνώρισε πως η τραπεζική σύμβαση αποτελεί δικαίωμα ιδιοκτησίας του ενάγοντα και υπήρξε περιορισμός του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι. Ωστόσο, όπως το Δικαστήριο επισημαίνει, αυτός ο περιορισμός δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι εξυπηρετούσε τόσο τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, αφού αποφεύχθηκε η άτακτη χρεοκοπία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όσο και τα συμφέροντα του ίδιου του ενάγοντα, αφού τα μέτρα που λήφθηκαν εξασφάλισαν την καταβολή των ασφαλισμένων καταθέσεων.
Κατ’ επέκταση, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, ενώ έκρινε ότι η αξίωση του ενάγοντα κατά της Λαϊκής Τράπεζας έχει αποδειχθεί. Όπως ενδεικτικά αναφέρεται στην απόφαση: «Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2013 και σήμερα ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος του 2016 και οι Κ.Δ.Π. που αφορούν στη Λαϊκή Τράπεζα δεν έχουν επενεργήσει ώστε η Λαϊκή Τράπεζα να απαλλαγεί των συμβατικών της υποχρεώσεων έναντι των καταθετών της, περιλαμβανομένου του Ενάγοντα. Συνεπώς, η Λαϊκή Τράπεζα χρωστά στον Ενάγοντα το υπόλοιπο μέρος της κατάθεσής του. Το γεγονός ότι δεν έχει τη δυνατότητα να του το αποπληρώσει γιατί τα περιουσιακά της στοιχεία, οι τίτλοι ιδιοκτησίας και δικαιώματα της μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου δεν ανατρέπει το δικαίωμα.»
Η απαίτηση του ενάγοντα ανερχόταν στο ποσό των 975.916,97 Ευρώ πλέον τόκοι και έξοδα.
Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας χειρίστηκε η κα Έλλη Φλωρέντζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’.