Του Λουκά Μαραγκού*
Είναι κοινή διαπίστωση ότι οι εποχές που ζούμε καθιστούν την υλοποίηση στρατηγικών πλάνων για επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, σε μία μεγάλη πρόκληση για κράτη και επιχειρήσεις.
Εδώ και τρία περίπου χρόνια, βιώνουμε μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση λόγω της πανδημίας, ενώ είμαστε μάρτυρες των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Επιπρόσθετα, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία σε συνάρτηση με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, εντείνουν την αβεβαιότητα που επικρατεί και κάνουν τις οικονομικές προβλέψεις για το μέλλον ακόμη πιο δύσκολες.
Ενδεικτική των μεγάλων αλλαγών που προκύπτουν είναι άλλωστε η ανακατάταξη των μεγάλων δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Σκιαγραφώντας το υφιστάμενο περιβάλλον, προκύπτει ότι τη στιγμή που οι παραδοσιακές υπερδυνάμεις βυθίζονται σε συγκρούσεις και προσπαθούν ταυτόχρονα να διατηρήσουν βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, νέες οικονομικές δυνάμεις αναδύονται στην παγκόσμια σκακιέρα. Τα τελευταία 20 χρόνια, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις, ενώ ταυτόχρονα η Κίνα και η Ινδία αναπτύσσονται και ισχυροποιούνται. Αξίζει μόνο να σημειώσουμε ότι το 2002 η Κίνα αντιπροσώπευε το 8% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ φθάνοντας στο σήμερα, 20 χρόνια μετά, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 18,8%.
Ένα εξίσου σοβαρό αναδυόμενο πρόβλημα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι τα ποσοστά πληθωρισμού που βρίσκονται σε υψηλά ιστορικά επίπεδα σε συνάρτηση με την καθυστερημένη ανταπόκριση των Κεντρικών Τραπεζών στις πληθωριστικές τάσεις. Με βασικούς άξονες διαχείρισης των συγκεκριμένων προκλήσεων τη σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών και την επιθετική αύξηση των επιτοκίων, αυτό που μένει να δούμε είναι πώς και σε ποιο βαθμό τα εργαλεία αυτά θα επηρεάσουν τον ρυθμό ανάπτυξης, ειδικά σε μία περίοδο όπου είναι πασιφανές ότι μεγάλο κομμάτι του προβλήματος εντοπίζεται στην προσφορά και στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες
Σε αυτό το ταχέως μεταβαλλόμενο σκηνικό, η κυπριακή οικονομία καλείται να ανταπεξέλθει επιτυχώς των προκλήσεων για ακόμη μία φορά. Η χώρα μας ξεχωρίζει για τη μικρή και ευέλικτη οικονομία που διαθέτει και η οποία έχει αποδείξει ουκ ολίγες φορές ότι μπορεί να ανακάμψει από τους εκάστοτε κραδασμούς.
Σίγουρα η επόμενη μέρα δεν θα είναι εύκολη. Ωστόσο, η δυναμική ανάπτυξη που παρατηρείται στους τομείς της Εκπαίδευσης, της Ιατρικής και της Τεχνολογίας, ενισχύει την οικονομία, την οποία παραδοσιακά τροφοδοτούν οι κλάδοι του Τουρισμού και της Ναυτιλίας. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα ενθαρρυντική είναι η ζήτηση που εξακολουθεί να υπάρχει από ξένους επενδυτές για εγκατάσταση και δραστηριοποίηση στην Κύπρο. Στα πλαίσια αυτά, αναμένονται επενδύσεις που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της οικονομίας μας μέσα στα επόμενα χρόνια.
Με αυτά τα όπλα στη φαρέτρα μας και με ασπίδα ένα υγιές τραπεζικό σύστημα, θεωρώ ότι η Κύπρος θα βγει σχετικά αλώβητη από αυτή την κρίση, παρόλες τις δυσκολίες. Αυτή η περίοδος αβεβαιότητας, μας βρίσκει άλλωστε, πιο ανθεκτικούς από πλευράς υποδομών και καλύτερα προετοιμασμένους να αποδείξουμε ξανά ότι έχουμε την ικανότητά να προσαρμοζόμαστε άμεσα και με ευελιξία σε νέες πραγματικότητες.
Αναντίλεκτα, δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια το πώς θα εξελιχθεί το μέλλον και σίγουρα δεν υπάρχει «εγχειρίδιο οδηγιών» για το πώς θα διαχειριστούμε το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον και τις απρόβλεπτες εξελίξεις που παρουσιάζονται ενώπιών μας. Ως εκ τούτου είναι ανάγκη άμεσα να κατανοήσουμε τις αλλαγές που έχουμε μπροστά μας και αξιοποιώντας τις δυνάμεις μας να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τους γεωπολιτικούς κινδύνους, μέσα από τις στρατηγικές μας με στόχο την οικοδόμηση μίας ανθεκτικότερης οικονομίας. Ενεργώντας προληπτικά και με αμεσότητα, θα είμαστε σε θέση να εντοπίζουμε εκείνες τις ευκαιρίες που θα βοηθήσουν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και την κυπριακή οικονομία να αναπτυχθούν.
* Πρώτος Εκτελεστικός Διευθυντής, cdbbank