Η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει για το πολιτικό της μέλλον, αν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική σε έναν ασταθή κόσμο, ήταν το κύριο μήνυμα κατά τη διάρκεια της συνεδρίας με τίτλο «Το μέλλον της Ευρώπης σε ένα ασταθές περιβάλλον» κατά την έναρξη του 19ου Cyprus Summit του Economist, το οποίο πραγματοποιείται στη Λευκωσία μεταξύ 7 και 8 Νοεμβρίου.
Στην εισήγησή του, ο πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Μόντι επικεντρώθηκε στην ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και στην ισορροπία μεταξύ των αγορών και της κρατικής δράσης, καθώς και αυτή μεταξύ του εθνικού και του υπερεθνικού επιπέδου.
Σύμφωνα με τον κ. Μόντι, ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού που εισήγαγε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν αποτέλεσε πηγή ανησυχίας για την Ευρώπη, καθώς θέτει προκλήσεις για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, παρότι η Ευρώπη είχε ήδη κινητοποιηθεί με το σχέδιο NextGenerationEU, το οποίο σχεδιάστηκε ως μέσο για τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης.
Η ενιαία αγορά είναι η κύρια βάση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης και αν η απάντηση στις μεγάλες ομοσπονδιακές επιδοτήσεις στις ΗΠΑ είναι ο συνδυασμός μεγάλων ομοσπονδιακών προϋπολογισμών στην ΕΕ με χαλαρούς ελέγχους της ΕΕ επί των εθνικών κρατικών ενισχύσεων, αυτό θέτει σε σημαντικό κίνδυνο την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς όσον αφορά στην ικανότητά της να εξυπηρετεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, άρα την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, τόνισε ο πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος Ανταγωνιστικότητας.
Πρόσθεσε ότι φτάνουμε σε ένα σημείο όπου θα πρέπει να αρχίσει να εξετάζεται το κόστος της μη πολιτικής Ευρώπης, καθώς πολλές εταιρείες παραπονιούνται ότι η δομή της ΕΕ τις φέρνει σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με άλλες ηπείρους.
«Η Ευρώπη θα πρέπει αργά ή γρήγορα να αποφασίσει αν θέλει να συνεχίσει να είναι ένα σύνολο πολυάριθμων, διαφορετικών, θετικά διαφοροποιημένων κρατών μελών με τα προνόμια που έχουν τώρα και μια περαιτέρω καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας, ή να αποκτήσει μια πιο ομοσπονδιακή δομή», σημείωσε ο κ. Μόντι, προσθέτοντας ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε πολιτικό επίπεδο επηρεάζουν με κρίσιμο τρόπο όλες τις πτυχές της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Στη δική του ομιλία, ο Επίτροπος Εμπορίου του Ηνωμένου Βασιλείου για την Ευρώπη Κρις Μπάρτον είπε ότι η εμπορική εταιρική σχέση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρώπης είναι θεμελιώδους σημασίας, καθώς οδηγεί την ανάπτυξη και βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο, ιδίως σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας, προσθέτοντας ότι το 33% του εμπορίου του Ηνωμένου Βασιλείου είναι με την Ευρώπη, αξίας 960 δισεκατομμυρίων ετησίως.
Πρόσθεσε ότι ήταν προτεραιότητα για τη βρετανική Κυβέρνηση μετά το Brexit να διασφαλίσει ότι θα συμφωνηθεί η ισχυρότερη και καλύτερη δυνατή εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, αναπτύσσοντας παράλληλα άλλες 10 συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με χώρες σε ολόκληρη την ήπειρο, σε συνδυασμό με ένα πολύ ενεργό πρόγραμμα προώθησης επενδύσεων και εξαγωγών.
Οι ευκαιρίες για την εμπορική και επενδυτική εταιρική σχέση Ηνωμένου Βασιλείου-Ευρώπης είναι τρομερά ισχυρές παρά τις πρόσφατες προκλήσεις, συνέχισε ο κ. Μπάρτον, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου παγκόσμιας κλάσης, που παρέχει μια πραγματικά υγιή βάση για την ανάπτυξη του εμπορίου και των επενδύσεων.
Πρόσθεσε ότι οι εξαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ έφτασαν σε ιστορικό υψηλό, αυξημένες κατά 21% σε σχέση το 2019 πριν από το Brexit, το Covid και την Ουκρανία, ενώ η πολιτική σχέση είναι επίσης σημαντικά καλύτερη, με τη συμφωνία του Windsor σε ισχύ, την επανένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στο πρόγραμμα Horizon και τη συνεργασία για την Ουκρανία και την κλιματική αλλαγή.
«Το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να μειώσει τα εμπόδια και να διευκολύνει όσο το δυνατόν περισσότερο τις βρετανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες να συναλλάσσονται και να επενδύουν μαζί, εφαρμόζοντας τη διμερή συμφωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και επιδεικνύοντας ευελιξία όπου χρειάζεται», τόνισε ο Βρετανός αξιωματούχος, προσθέτοντας ότι η εμπορική εταιρική σχέση Ηνωμένου Βασιλείου-Ευρώπης έχει σημασία και σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς το ανοικτό και δίκαιο εμπόριο είναι σημαντικό τόσο για την ευημερία όσο και για την ασφάλεια, άποψη που αμφισβητείται όλο και περισσότερο.