Με πολυσέλιδη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 24 Απριλίου 2024, απορρίφθηκε αγωγή σε σχέση με την απομείωση καταθέσεων (κούρεμα) δυνάμει του «περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013» και των μέτρων εξυγίανσης που υιοθετήθηκαν το 2013, η οποία στρεφόταν κατά της Τράπεζας Κύπρου, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθά έγινε απομείωση των καταθέσεων κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Νόμου και η αντίθετη θέση των Εναγόντων απορρίφθηκε. Κατά την εξέταση ισχυρισμών που άπτονται συνταγματικότητας, το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι οι ισχυρισμοί των εναγόντων δεν ευσταθούν, καθότι με τα μέτρα εξυγίανσης δεν επιβλήθηκε συνεισφορά σε δημόσια βάρη, αλλά, ο όποιος επηρεασμός των Εναγόντων, έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, με σκοπό τη διάσωση και ανακεφαλαιοπόιηση της Τράπεζας Κύπρου, σκοπός ο οποίος επιτεύχθηκε.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε, με βάση τις πρόνοιες του Συντάγματος, παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, καθότι ο στόχος της λήψης μέτρων εξυγίανσης ήταν η παραγωγή δημόσιας ωφέλειας. Όπως αναφέρεται, η ανάγκη για διασφάλιση σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του Ευρώ και του άμεσου κινδύνου οικονομικής ζημιάς, τον οποίο διέτρεχαν οι καταθέτες των δυο τραπεζών σε περίπτωση πτωχεύσεώς τους, επέβαλαν την άμεση λήψη μέτρων και δεν παραβιάζουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας.
Απορρίπτοντας ακόμη άλλους ισχυρισμούς των Εναγόντων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, ούτε υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις αξιώσεις των εναγόντων, απέρριψε την αγωγή και επιδίκασε έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκε η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, κα Ζήνα Χαραλάμπους.