Η Ενδιάμεση Έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου αποσκοπεί στην παρουσίαση της αξιολόγησης των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του δημοσιονομικού σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων και εξελίξεων.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι ιδιάζουσες συνθήκες εντείνουν την αβεβαιότητα και την επισφάλεια στις αναλύσεις και οι όποιες εκτιμήσεις για την πορεία των δημοσίων οικονομικών και της οικονομίας εν γένει, βασίζονται σε μια σειρά από παραδοχές, οι οποίες όμως δεν μπορούν να κριθούν ως ασφαλείς κάτω από τις σημερινές συνθήκες.
Οι εκτιμήσεις που δίνονται στην παρούσα έκθεση, γίνονται με βάση τα στοιχεία και δεδομένα που είναι διαθέσιμα μέχρι την 30η Μαΐου 2022 και βασίζονται στις βασικές παραδοχές πως:
• Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί αλλά δεν θα κλιμακωθεί
• Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας ενδέχεται να ενταθούν, αλλά δεν θα αλλάξει η φύση και το ύφος τους
• Οι τιμές καυσίμων θα σταθεροποιηθούν στα τέλη του γ’ τριμήνου 2022 αλλά δεν θα αποκλιμακωθούν οι τιμές στα άλλα προϊόντα πριν το τέλος του 2023
• Οι νομισματικές αρχές θα λάβουν μέτρα νομισματικής συρρίκνωσης, αλλά δεν θα κινηθούν σε ακραίες επιλογές με σκοπό να επιστρέψει εντός του 2022 ο πληθωρισμός κοντά στο όριο του 2%
• Η Fed δεν θα αυξήσει τα επιτόκια στο δολάριο πέρα από το 4% με αντίκτυπο στην ροή κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ και μείωση της ανάπτυξης στη συγκεκριμένη οικονομία
• Οι ΗΠΑ δεν θα καταγράψουν ύφεση εντός του 2022
• Η αύξηση στις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων δεν θα μεταφραστούν σε νέο κύμα πολιτικών αναταραχών σε χώρες που γειτνιάζουν γεωγραφικά, πολιτικά ή οικονομικά με την Κύπρο
«Η εικόνα της οικονομίας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα και υψηλά ρίσκα, αλλά και συνεχιζόμενη ανάπτυξη σε πραγματικούς ρυθμούς. Η μακροοικονομική περίσταση χαρακτηρίζεται από πιέσεις στην απασχόληση, αυξημένο πιστωτικό ρίσκο (ιδίως ανάμεσα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις), πιέσεις στην κατανάλωση και συνεχιζόμενο πληθωρισμό ο οποίος επηρεάζει οριζοντίως όλους τους τομείς της οικονομίας. Με αυτά τα δεδομένα, αναμένεται μείωση της ανάπτυξης στο πραγματικό ΑΕΠ και αυξητική τάση στην ανεργία. Οι τάσεις προς τον στασιμοπληθωρισμό θα συνεχιστούν, αλλά αναμένεται πως η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ θα παραμείνει σε θετικό έδαφος. Οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών προβλέπουν πραγματική ανάπτυξη ύψους 2.7%, μια εκτίμηση που κρίνεται ως συντηρητική και ρεαλιστική, με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο ωστόσο να εκτιμά πως η πραγματική ανάπτυξη θα κινηθεί πιο κοντά στο 2%, νοουμένου ότι οι πιο πάνω, επισφαλείς, υποθέσεις εργασίας δεν θα ανατραπούν.»
Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνεται στην έκθεση, η Δημοσιονομική εικόνα παραμένει σταθερή παρά τις δευτερογενείς πιέσεις που δέχονται, κυρίως όσον αφορά στις δαπάνες, τα δημόσια οικονομικά. Σημειώνεται πως, με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, καταγράφεται σημαντική αύξηση ορισμένων εσόδων, ιδίως από έμμεσους φόρους, ενώ και οι άμεσοι φόροι αναμένεται πως θα συνεχίσουν να καταγράφουν αύξηση καθώς επεκτείνεται και το ονομαστικό ΑΕΠ.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ακολούθησε δύο έτη δυσκολιών λόγω των μέτρων που ήταν ανάγκη να ληφθούν για λόγους Δημόσιας Υγείας αναφέρει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζοντας ότι ενώ οι αλυσίδες παραγωγής και διάθεσης προϊόντων βρίσκονταν σε φάση διόρθωσης μετά τις επιπτώσεις της Πανδημίας, ο πόλεμος στην Ευρώπη έχει επιφέρει επιπλέον αναταραχές.
«Αναμένουμε πως θα συνεχιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις και οι πιέσεις στην απασχόληση, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αναμένεται και αύξηση σε ορισμένους από τους δείκτες ανισότητας. Αυτά τα συνεπακόλουθα αποτελούν αναπόφευκτο αντίκτυπο του εξωτερικού σοκ προσφοράς στην οικονομία και επιδεινώνονται από τις πιέσεις που προκάλεσε η Πανδημία τα οκτώ προηγούμενα τρίμηνα.»
Οι υπό σχεδιασμό πολιτικές επιλογές αναμένεται πως θα αντισταθμίσουν μερικώς αυτές τις επιπτώσεις, σημειώνεται στην Έκθεση, αλλά δεν πρέπει να αναμένεται πως είναι δυνατή η πλήρης αντιστροφή της, λόγω της φύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία, τα οποία σχετίζονται με εξωγενείς παράγοντες.
Σε περίπτωση υιοθέτησης οριζόντιων μέτρων έναντι του πληθωρισμού (πχ. Αδιάκριτες φορολογικές μειώσεις, ΑΤΑ, δημοσιονομική επέκταση κτλ.) θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό με ταυτόχρονη επιδείνωση του πληθωρισμού, αλλά και επιδείνωση των δεικτών ανισότητας στην οικονομία.
Πληθωρισμός
Η πιο εμφανής από τις επιπτώσεις της οικονομικής συγκυρίας όπως αναφέρεται, αφορά στη ραγδαία αύξηση στα επίπεδα τιμών, η οποία επηρεάζει τα πραγματικά εισοδήματα και εντείνει εκ φύσεως την ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες.
Ταυτόχρονα, όμως, ο πληθωρισμός θεωρητικά μειώνει τον φόρτο εξυπηρέτησης του υφιστάμενου χρέους, ιδίως για τις επιχειρήσεις αλλά και για τα κράτη . Ο πληθωρισμός γενικότερα ισοδυναμεί με «φορολόγηση» σε όφελος των δανειζόμενων και σε βάρος των πιστωτών τους.
Οι δείκτες ανισότητας έχουν επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κάτι που κρίνεται ως αναπόφευκτο και, δυστυχώς, φυσιολογικό. Η αποτελεσματικότητα των συντάξεων και κοινωνικών παροχών θα πρέπει να διαφυλαχθεί και κατά το δυνατόν να ενισχυθεί ως κεντρικός άξονας της κοινωνικής πολιτικής και ως μέσο στήριξης της φορολογικής βάσης, αποσόβησης επισφαλειών και εν μέρει ενίσχυσης της συνολικής Ζήτησης.
«Ωστόσο, δεν συμμεριζόμαστε τις εκτιμήσεις για αποκλιμάκωση των πληθωριστικών τάσεων στην οικονομία στο μέσο διάστημα και πρέπει να αναμένεται διατήρηση των επιπέδων πληθωρισμού ως το τέλος του έτους, με την όποια δυνητική αποκλιμάκωση στις τιμές των καυσίμων μετά το φθινόπωρο να μην μπορεί να αλλάξει τη γενικότερη εικόνα αφού εδραιώνεται σταδιακά ο δομικός πληθωρισμός.»
Συγκεκριμένα:
• Οι σοδειές στην Ουκρανία και τη Ρωσία, οι οποίες συμβάλλουν στο 12% των παγκόσμιων θερμίδων, έχουν χαθεί για το 2022, ενώ όλα δείχνουν πως οι συνθήκες σπανιότητας στα σιτηρά θα συνεχιστούν. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας δεν αναμένεται να αρθούν, ενώ όσον αφορά στην Ουκρανία, η ανάκαμψη της παραγωγής δεν αναμένεται να αρχίσει πριν το 2025, ακόμα κι αν σταματήσουν σύντομα οι εχθροπραξίες. Το χρονικό παράθυρο για την σπορά της σοδειάς του 2023 έχει πλέον κλείσει για τα πιο πολλά είδη σιτηρών και οι κυριότερες περιοχές πρωτογενούς παραγωγής βρίσκονται εντός των ζωνών όπου καταγράφονται συνεχιζόμενες επιθέσεις και εκτεταμένες καταστροφές. Έτσι, η ανάκαμψη της παραγωγής αναμένεται πως θα έχει ως προϋπόθεση την επιδιόρθωση των υποδομών που έχουν υποστεί εκτενείς ζημιές, κάτι που στο ακραία θετικό περίπτωση, θα χρειαστεί μία γεωργική σεζόν.
• Οι τιμές καυσίμων, οι οποίες ήταν ήδη αυξημένες πριν τη ρωσική εισβολή, δεν δείχνουν να αποκλιμακώνονται, καθώς η παραγωγή από μέλη του ΟΠΕΚ δεν αναμένεται να αυξηθεί αρκετά για να ανατρέψει την εικόνα. Παρά το γεγονός ότι αδρανή κοιτάσματα είχαν σταδιακά επαναρχίσει τη λειτουργία τους πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ούτε αυτή η κίνηση φαίνεται πως είναι ικανή να οδηγήσει σε ανατροπή των τιμών καυσίμων.
• Η αναταραχή σε μέταλλα και εμπορεύματα όπως αλουμίνιο, νικέλιο, παλλάδιο και τιτάνιο θα συνεχίσει να υφίσταται, καθώς δεν ανατρέπονται οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η αυξημένη σπανιότητα σε αυτά τα μέταλλα επηρεάζει σχεδόν όλες τις μεταποιητικές βιομηχανίες, περιλαμβανομένων των αγαθών υψηλής τεχνολογίας, βιομηχανικών κεφαλαιακών αγαθών και γενικότερα των ενδιάμεσων αγαθών παραγωγής.
• Το κόστος άλλων πόρων παραγωγής, όπως λιπάσματα (ποτάσα, ουρία, TSP, DAP), συνεχίζει να είναι αυξημένο καθώς δεν παρατηρείται αποκατάσταση στην αλυσίδα τροφοδοσίας. Αυτές οι αυξήσεις επηρεάζουν όλα τα τρόφιμα και παρεμφερή προϊόντα.
• Οι τιμές των εμπορικών ναύλων δεν δείχνουν να αντιστρέφονται από την κλιμάκωση που ξεκίνησε από την περίοδο της Πανδημίας, εν μέρει λόγω της έντονης κυκλικότητας που έχει η συγκεκριμένη βιομηχανία. Τα αυξημένα κόστη αναμένεται πως θα διατηρήσουν την αυξητική τάση στα ναύλα. Δυνητική αύξηση των εντάσεων μεταξύ Κίνας και Δύσης, θα εντείνει τα εν λόγω προβλήματα τροφοδοσίας. Ταυτόχρονα, ενώ ακόμα δεν διαφαίνονται αυξήσεις στις τιμές αεροναυσιπλοΐας, λόγω εν μέρει και της προληπτικής διαχείρισης που έγινε από τις εταιρείες στην προμήθεια καυσίμων, αυξητικές τάσεις θα πρέπει να αναμένονται κατά την πάροδο του έτους.
• Οι γεωπολιτικές εξελίξεις θα είναι στο σύνολό τους αρνητικές για το παγκόσμιο εμπόριο, ενώ περιφερειακές αναταράξεις αναμένεται πως θα εντείνουν τα προβλήματα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής .
Με βάση την πιο πάνω εικόνα, εκτιμάται πως το εξωτερικό σοκ στα επίπεδα τιμών θα συνεχίσει να ασκεί αυξητικές πληθωριστικές πιέσεις με πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην οικονομία, χωρίς ωστόσο να προβλέπεται αυτή τη στιγμή η υποχώρηση της ανάπτυξης σε αρνητικό έδαφος ή την ένταξη της οικονομίας σε επιδόσεις οικονομικής ύφεσης.
Τα πραγματικά εισοδήματα θα υποστούν διάβρωση, με αντίκτυπο στη συνολική ζήτηση στην οικονομία, αλλά και με επιπτώσεις στους δείκτες ισότητας. Οι επιπτώσεις στη ζήτηση, όμως, δεν αναμένεται πως θα είναι οριζόντιες και θα επηρεάσουν συγκεκριμένους τομείς παραγωγής περισσότερο από άλλους -κυρίως ημιδιαρκή και μη βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Δεν φαίνεται πως μπορούν να αντιστραφούν αυτές οι επιπτώσεις του εξωτερικού σοκ, παρά τον μετριασμό τους από δημοσιονομικής φύσης μέτρα, τα οποία ωστόσο είναι εκ φύσεως πληθωριστικά.
Όσον αφορά στα τελικά επίπεδα πληθωρισμού, η εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών για τελικά ετήσια επίπεδα πληθωρισμού ύψους 4.5%, κρίνεται ως αισιόδοξη. Παρόλο ότι αναμένονται επιπτώσεις παρονομαστή στα επίπεδα τιμών στο δεύτερο μισό του έτους, σε συνδυασμό με επιβράδυνση των αυξήσεων στα επίπεδα τιμών, δεν αναμένεται πως τα επίπεδα τιμών θα σταθεροποιηθούν αρκετά για να περιοριστεί ο πληθωρισμός σε επίπεδα κάτω του 5.5%, με ιδιαίτερα αυξημένο το ρίσκο για ακόμα πιο υψηλούς ρυθμούς.
Η εκτίμηση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου λαμβάνει υπόψη δύο γενικούς παράγοντες:
• Οι αυξήσεις στις τιμές είναι οριζόντιες και καθολικές. Ακόμα και μια δυνητική αποκλιμάκωση των τιμών στα καύσιμα δεν αναμένεται πως θα απομακρύνει πλήρως τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Έτσι, ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται πως δεν θα αντιστραφεί, ακόμα και σε ένα σενάριο αποκλιμάκωσης των τιμών στα καύσιμα. Η εκτίμηση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου για δομικό πληθωρισμό στο 4.1%, κρίνεται ως η πιο ακριβής στο παρόν στάδιο.
• Οι συνθήκες σπανιότητας που διαμορφώνονται σε μια σειρά από πόρους παραγωγής και ενδιάμεσα αγαθά, εντείνουν και τη δυσχέρεια εξασφάλισης των αναγκών που έχουν οι επιχειρήσεις στην τροφοδοσία τους. Αυτή η εικόνα διαμορφώνεται σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες οικονομικής δραστηριότητας, καλύπτοντας εμπορεύματα, μέταλλα, λιπάσματα, τροφές και ναύλα.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, δεν πρέπει να αναμένεται πως τα επίπεδα τιμών στο τέλος του 2022 θα κινηθούν με κ αύξηση κατά 4.5% σε σχέση με το 2021, αλλά υψηλότερα. Η ασφαλέστερη εκτίμηση θέτει τα επίπεδα τιμών καταναλωτή όχι χαμηλότερα του 5.5% στα θετικότερα σενάρια.
Λόγω επιδράσεων σε άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές, μια αναθεώρηση προς τα πάνω στις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών για τα επίπεδα τιμών, δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τις εκτιμήσεις για τη συνολική ζήτηση, την απασχόληση και τις συνολικές επενδύσεις στην οικονομία. Η προγραμματιζόμενη δημοσιονομική επέκταση, όπως έχει σχεδιαστεί βάσει ενημέρωσης από το Υπουργείο Οικονομικών, αναμένεται πως θα συμβάλει στη διατήρηση των θεμελιωδών στοιχείων, χωρίς σοβαρές αποκλίσεις από τις εκτιμήσεις που έχουν ανακοινωθεί. Αντίθετα, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ συνεπάγεται αύξηση των κρατικών εσόδων, με θετικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, νοουμένου ότι οριζόντια μέτρα στήριξης θα αντικατασταθούν από στοχευμένα και αποτελεσματικά μέτρα.