Σύμφωνα με το διάταγμα πρόκειται να θεσμοθετηθεί μηχανισμός αναπροσαρμογής με τον διορισμό των μελών της Επιτροπής εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του Διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η Επιτροπή που θα διοριστεί θα συντάσσει εισηγητική έκθεση η οποία υποβάλλεται στον Υπουργό τουλάχιστο δύο μήνες πριν από κάθε αναθεώρηση, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες παραμέτρους:
- Την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού λαμβάνοντας υπόψη και τη διαφοροποίηση στο κόστος διαβίωσης.
- Τις τάσεις στα επίπεδα απασχόλησης και ποσοστά ανεργίας.
- Τη διαφοροποίηση στην οικονομική ανάπτυξη και στα επίπεδα παραγωγικότητας.
- Τη διαφοροποίηση και τις τάσεις στα επίπεδα απολαβών και την κατανομή τους.
- Τις επιπτώσεις που οποιαδήποτε μεταβολή του κατώτατου μισθού θα έχει στα επίπεδα απασχόλησης, τους δείκτες σχετικής και απόλυτης φτώχειας, το κόστος διαβίωσης και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ο Υπουργός, αφού λάβει υπόψη τις απόψεις των μελών του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος επί της έκθεσης της Επιτροπής, θα υποβάλλει συγκεκριμένη αιτιολογημένη εισήγηση για την αναπροσαρμογή του ύψους του κατώτατου μισθού στο Υπουργικό Συμβούλιο, περιλαμβανομένης και εισήγησης για μηδενική αναπροσαρμογή.
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται, κατά την κρίση του, να ζητήσει και να λάβει υπόψη και απόψεις και από οποιουσδήποτε άλλους φορείς ή και πρόσωπα ή και αρχές πριν την υποβολή της εισήγησής του στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Ο μηχανισμός αναπροσαρμογής τίθεται σε ισχύ για την πρώτη φορά μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Διατάγματος, την 1η Ιανουαρίου 2024 και εφεξής θα τίθεται σε εφαρμογή κάθε δύο έτη.