Περιορισμένη πρόοδο στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) διαπιστώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στη Δήλωση Συμπερασμάτων της αποστολής του ΔΝΤ του άρθρου IV. Στη δήλωση αναφέρεται ότι η δυναμική της ανάπτυξης παραμένει ισχυρή, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Το ΔΝΤ σημειώνει πως παρά την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, η κυπριακή οικονομία επιβαρύνεται από το ψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και ο δείκτης των ΜΕΔ, ενώ μειώνεται, εξακολουθεί να είναι από τους ψηλότερους στην Ευρώπη. Υποδεικνύει ότι το κλείσιμο της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας (ΣΚΤ) και η ψήφιση του νομοθετικού πακέτου για την ενίσχυση του πλαισίου αφερεγγυότητας και των εκποιήσεων έχουν μετριάσει τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποτελούν σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ και την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με την έκθεση, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν ευνοϊκές, αν και οι προκλήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν στον ορίζοντα. Ειδικότερα το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ανάπτυξη αναμένεται να ξεπεράσει το 4% το 2018-19, λόγω της εγχώριας ζήτησης. Μεσοπρόθεσμα, εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί περίπου στο 2,5% και υποδεικνύει ότι η διατήρηση αυτής της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης θα απαιτήσει πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μετατοπιστεί εν μέρει από το τραπεζικό σύστημα στο δημόσιο ισολογισμό ως αποτέλεσμα των ενεργειών για καθάρισμα των τραπεζικών ισολογισμών, η πρόοδος στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην ενίσχυση της πειθαρχίας αποπληρωμής παραμένει περιορισμένη. Στο πλαίσιο αυτό η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση των ΜΕΔ θα συνεχίσει να επηρεάζει το επενδυτικό κλίμα και την αναπτυξιακή δυναμική έως ότου αντιμετωπιστούν επαρκώς» σημειώνεται.
Η ταχύτερη πρόοδος στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να προσελκύσει πρόσθετες άμεσες ξένες επενδύσεις, να αυξήσει τις πιστωτικές ροές και να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη, επισημαίνει το ΔΝΤ. Περαιτέρω υποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, ότι η υψηλή εξάρτηση από επενδύσεις στη βάση του σχεδίου πολιτογράφησης επενδυτών για την προώθηση της ανάπτυξης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά της. Ως εκ τούτου, οι βασικές προτεραιότητες θα πρέπει να είναι, σύμφωνα με το Ταμείο, η περαιτέρω διόρθωση του ιδιωτικού και του δημόσιου ισολογισμού, εφαρμόζοντας με συνέπεια τα πρόσφατα τροποποιημένα νομικά εργαλεία για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του ιδιωτικού χρέους, η διαφύλαξη του «δημοσιονομικού χώρου» (fiscal space) και η μείωση των κινδύνων για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, διατηρώντας αυστηρή πειθαρχία στις δαπάνες, καθώς και η θέσπιση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στο δικαστικό σύστημα και στη δημόσια διοίκηση, για την προσέλκυση επενδύσεων και την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Ειδικότερα, το ΔΝΤ υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης του πλαισίου εποπτείας και διακυβέρνησης που αφορά τις εταιρείες διαχείρισης ΜΕΔ, σημειώνοντας πως για να μεγιστοποιηθεί η ανάκαμψη και να συγκρατηθεί το δημοσιονομικό κόστος, το πλαίσιο για τον Φορέα διαχείρισης ΜΕΔ θα πρέπει να εξισορροπήσει επαρκώς την επιχειρησιακή του ανεξαρτησία με τη λογοδοσία και τη διαφάνεια και να δίνει σαφή εντολή συνοδευόμενη από επιχειρησιακούς στόχους, ανεξάρτητο συμβούλιο και εξειδικευμένη διοίκηση. Σε ό,τι αφορά το σχέδιο «Εστία», το ΔΝΤ θεωρεί ότι πρέπει να τεθούν πιο αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας προκειμένου να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος που ενδεχομένως να προκύψει σε περίπτωση που επωφεληθούν από το σχέδιο δανειολήπτες που είναι ήδη σε θέση να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Τέλος, το ΔΝΤ υποδεικνύει ότι η διασφάλιση της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την ισότητα, αλλά και για τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης. Η ανεργία των νέων, σημειώνεται στην έκθεση, παραμένει ψηλή και το ποσοστό απασχόλησης των νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παραμένει κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ, κυρίως λόγω αναντιστοιχίας δεξιοτήτων. Σύμφωνα με το Ταμείο, η προώθηση των ενεργητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας που απευθύνονται στους νέους καθώς και σε άλλες ευάλωτες ομάδες, η ενίσχυση του εκπαιδευτικού συστήματος και η ενθάρρυνση των επενδύσεων σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.