“Απολύτως αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος και δημοσίας ωφέλειας, για να εμποδισθεί η κατάρρευση του συνόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας και την κοινωνία”, ήταν η έκδοση διαταγμάτων για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης το 2013 στην Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή Τράπεζα.
Αυτό αναφέρει σε απόφαση της ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου 2021, η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που απέρριψε αγωγή η οποία στρεφόταν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, με την οποία, μεταξύ άλλων, ζητείτο η κήρυξη ως αντισυνταγματικών και παράνομων των αποφάσεων που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, επιδικάζοντας έξοδα υπέρ των Εναγομένων.
Σε ανακοίνωση η Νομική Υπηρεσία αναφέρει ότι “συγκεκριμένα, στην απόφασή του το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε ότι:”
“Η έκδοση διαταγμάτων για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης το 2013 στην Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή Τράπεζα ήταν απολύτως αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος και δημοσίας ωφέλειας, για να εμποδισθεί η κατάρρευση του συνόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας και την κοινωνία.”
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι εξαιτίας της απόφασης του Eurogroup της 25ης Μαρτίου 2013, που απέκλεισε την περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας από το πρόγραμμα χρηματοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΕΕ/ΔΝΤ και του άμεσου κινδύνου για πλήρη αποσταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας, οι επιλογές της Δημοκρατίας σε σχέση με τα μέτρα εξυγίανσης ήταν περιορισμένες σε αυτά για τα οποία δεν απαιτείτο χρηματοδότηση. Τα δε μέτρα εξυγίανσης που λήφθηκαν ήταν επιβεβλημένα, έγιναν με στόχο την υπογραφή μνημονίου και κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχαν εναλλακτικές επιλογές.
Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας χειρίστηκε η Δικηγόρος της Δημοκρατίας κα Πηνελόπη Χαραλάμπους.