Τα τελευταία χρόνια ο όρος «σχολική ετοιμότητα» ακούγεται και χρησιμοποιείται πολύ συχνά. Πρόκειται για έναν όρο που δείχνει αν το παιδί στην ηλικία των έξι ετών έχει κατακτήσει δεξιότητες που «αγκαλιάζουν» ένα ευρύ φάσμα. Ωστόσο, δεν αφορά μόνο τη μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, αλλά και τη μετέπειτα σχολική ζωή του μαθητή.
Ο Φώτης Παπαναστασίου, Ειδικός Παιδαγωγός, Επιστημονικός Διευθυντής του τομέα Ειδικής Αγωγής του Μητροπολιτικού Κολλεγίου Αθηνών “ανοίγει” τα χαρτιά του, συμβουλεύει και παρουσιάζει τα κριτήρια για την ομαλή διάβαση από το νηπιαγωγείο στο Δημοτικό σχολείο.
Ο όρος σχολική ετοιμότητα περιλαμβάνει την αναγκαία συνολική ωριμότητα ενός παιδιού τη χρονική στιγμή της έναρξης φοίτησης του στην Α’ Δημοτικού. Δηλαδή, με τον όρο σχολική ετοιμότητα εννοούμε ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού σε κοινωνικο-συναισθηματικό, κινητικό, γνωστικό και σωματικό επίπεδο. Είναι καθοριστικής σημασίας μιας και αξιολογεί κανείς αν το παιδί είναι έτοιμο να διδαχθεί με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο τα γνωστικά αντικείμενα του Δημοτικού σχολείου.
Τα περισσότερα παιδιά έχουν φτάσει σε αυτό το επίπεδο και πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης μεταξύ 5ετών και 7μηνών και 6 ετών και 6 μηνών. Ορισμένα παιδιά, αν και βρίσκονται σε αυτή την ηλικία και τυπικά θα μπορούσαν να φοιτήσουν στην Α’ Δημοτικού, δεν είναι ακόμη «ώριμα» για να αντεπεξέλθουν επαρκώς στο νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο.
Κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης της σχολικής ετοιμότητας γίνεται έλεγχος της αδρής και λεπτής κινητικότητας, της πλευρίωσης, των γραφοκινητικών δεξιοτήτων, της κατάκτησης των προμαθηματικών εννοιών, της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης του παιδιού. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα βασικά κριτήρια για την ομαλή μετάβαση του παιδιού από το νηπιαγωγείο στο Δημοτικό σχολείο:
- Νοητική ετοιμότητα (νοητικό δυναμικό, οπτική & ακουστική αντίληψη, λογική/σύνθετη/επαγωγική σκέψη, μνήμη, γνώση λογικομαθηματικών εννοιών, ικανότητα σειροθέτησης)
- Προφορική ετοιμότητα (αντίληψη & έκφραση λόγου, ορθή χρήση του λόγου σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, ακουστική αντίληψη, μοίρασμα βιωμάτων)
- Αναγνωστική ετοιμότητα (ανάπτυξη γραφο-φωνολογικής ενημερότητας, αναγνώριση γραμμάτων, οπτική αντίληψη)
- Σωματική ετοιμότητα (ανάπτυξη αδρής & λεπτής κινητικότητας, παγίωση πλευρίωσης, συντονισμός ματιού-χεριού, αυτοεξυπηρέτηση, πραξιακός μηχανισμός, προσανατολισμός, συγκέντρωση-οργάνωση)
- Κοινωνική και Συναισθηματική ετοιμότητα (ικανότητα αναγνώρισης των συναισθημάτων, ικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων του, ικανότητα σύναψης και διατήρησης διαπροσωπικών σχέσεων, ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, διαχείριση ματαίωσης, ικανότητα συνεργασίας, ανάπτυξη κατάλληλης διεκδικητικότητας)
Στην περίπτωση που το αποτέλεσμα της αξιολόγησης μας δείξει ότι το παιδί δεν είναι έτοιμο να φοιτήσει στην Α’ Δημοτικού, θα πρέπει να γίνει στοχευμένη παρέμβαση από ειδικό ή ειδικούς για να βοηθήσουν το παιδί να κατακτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες και να στηρίξουν το ίδιο και την οικογένειά του. Η μορφή και η συχνότητα της παρέμβασης εξαρτώνται από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί.
Σε πολλές περιπτώσεις κατόπιν αξιολόγησης και ανάλογα το μέγεθος των δυσκολιών του παιδιού, πιθανώς ο ειδικός να προτείνει επαναφοίτηση του μαθητή στην τάξη του νηπιαγωγείου. Τέτοιες περιπτώσεις είναι όταν ο ειδικός εντοπίσει αναπτυξιακή ανωριμότητα ή κάποια ειδική εκπαιδευτική ανάγκη. Επίσης, προτείνεται επαναφοίτηση όταν ο χρόνος δεν επαρκεί για ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα παρέμβασης, το οποίο θα βοηθήσει το παιδί να ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επαναφοίτηση δεν είναι απαραίτητη, εάν ο κάθε μαθητής υποστηρίζεται από ένα μαθησιακό πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη τις εμπειρίες, τις ανάγκες και το επίπεδο ανάπτυξής του. Αν δεχτούμε την επαναφοίτηση ως τη μόνη λύση, είναι σαν ταυτίζουμε τη μετάβαση μόνο με τα προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού κι όχι με τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος που αναπτύσσεται το παιδί.
Στην περίπτωση της επαναφοίτησης, καθοριστικός παράγοντας για τον ψυχολογική κατάσταση του παιδιού είναι η στάση των γονέων. Οι γονείς θα πρέπει να θυμούνται ότι το παιδί εισπράττει ό,τι αισθάνονται. Το αγγίζουν όλες οι φοβίες, τα άγχη κι η απογοήτευση που γεννιούνται από το άκουσμα της επαναφοίτησης του παιδιού τους.
Αν λοιπόν το παιδί λάβει την κατάλληλη ενημέρωση με τον κατάλληλο τρόπο, η επαναφοίτηση δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογία του. Από την άλλη όμως, η επαναφοίτηση στο νηπιαγωγείο χωρίς υποστηρικτικό πλαίσιο μπορεί να εγκλωβίσει το μαθητή σε επανάληψη γνωστικών δραστηριοτήτων και να τον οδηγήσει σε απόσυρση από τη διαδικασία της μάθησης.
Είναι πολύ σημαντικό στην περίπτωση της επαναφοίτησης, το παιδί να βρεθεί σε ένα υποστηρικτικό και ασφαλές περιβάλλον ώστε να αποφύγουμε τις ψυχολογικές επιπτώσεις της επανάληψης του νηπιαγωγείου.
Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά το παιδί του ώστε να ξεπεράσει τις τυχόν δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Καλό θα είναι να βοηθήσουν το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί, να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες, να καθορίσουν σαφή όρια, να βοηθήσουν το παιδί να εκφράσει τα συναισθήματά του, να δώσουν στο παιδί τον απαραίτητο χρόνο και έναν καλά οργανωμένο και δομημένο χώρο, να εστιάσουν στην προσπάθεια και να δείχνουν κατανόηση. Το σημαντικότερο όλων όμως είναι να προσδοκούν την επιτυχία.