Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Colorado στο Boulder μελέτησαν τη θερινή περίοδο (από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο 2002-2011) και ανακάλυψαν ότι περισσότεροι από 30 θάνατοι ετησίως (ή 302 σε διάστημα 10 ετών) ενδέχεται να προκλήθηκαν από την αλλαγή ώρας σε θερινή.
Μάλιστα, το Fatality Analysis Reporting System της κυβέρνησης των Η.Π.Α., διαπίστωσε αύξηση 17% στους θανάτους που σχετίζονται με τροχαία δυστυχήματα τη Δευτέρα μετά την αλλαγή της ώρας σε θερινή.
Τα θανατηφόρα τροχαία την πρώτη εβδομάδα μετά την αλλαγή ώρας ήταν επίσης υψηλότερα από το μέσο όρο. Μερικές από τις αιτίες μπορεί να αποδοθούν στη μειωμένη ορατότητα (ξυπνάμε νωρίτερα και επομένως είναι πιο σκοτεινά από ό,τι έχουμε συνηθίσει να οδηγούμε), αλλά τα περισσότερα ατυχήματα, λένε οι ειδικοί, οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι προσπαθούν να μείνουν ξύπνιοι πίσω από το τιμόνι.
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Cell Biology το 2020 και εξέτασε δεδομένα θνησιμότητας από τροχαία που είχε καταγράψει το Fatality Analysis Reporting System (1996-2017), διαπίστωσε ότι υπήρξε αύξηση 6% στους θανάτους από τροχαία την πρώτη εβδομάδα της θερινής ώρας. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 28 θανάτους ανά έτος, με τα περισσότερα τροχαία να γίνονται τα πρωινά. Το ποσοστό θνησιμότητας μειώθηκε την δεύτερη εβδομάδα, ενώ δεν υπήρξε αύξηση στους θανάτους από τροχαία όταν τα ρολόγια επανήλθαν στην χειμερινή ώρα που κερδίζουμε μία ώρα ύπνο.
Τα στατιστικά στοιχεία φαίνονται από μόνα τους αρκετά πειστικά για το γεγονός ότι η θερινή ώρα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ταλαιπωρία για τον οργανισμό μας. Οι άνθρωποι που κοιμούνται μόνο τέσσερις ή πέντε ώρες τη νύχτα υπό κανονικές συνθήκες διατρέχουν πολύ υψηλότερο κίνδυνο να προκαλέσουν τροχαίο ατύχημα από εκείνους που κοιμούνται έξι ή επτά ώρες τη νύχτα, ενώ οι άνθρωποι που κοιμούνται οκτώ ή περισσότερες ώρες είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν ένα τέτοιο. Όταν όμως διαταράσσονται οι κύκλοι του ύπνου, όλοι οι οργανισμοί νοιώθουν “μπερδεμένοι” και πραγματοποιούν σφάλματα.