Σε μια συγκλονιστική κατάθεση ψυχής προχώρησε η Χαρίτα Μάντολες σε μια τηλεοπτική συνάντηση με την Χριστιάνα Αριστοτέλους, που θα θυμόμαστε για πάντα. Το σύμβολο των αγνοουμένων για την τουρκική εισβολή προχωρά σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση που συγκλονίζει.
Μεταξύ άλλων περιέγραψε τη στιγμή που χάνει τον άνδρα της και όταν γυρνά πίσω στο σπίτι που το είχε αφήσει στην εισβολή. Η Χαρίτα Μάντολες εξιστορεί με συγκλονιστικό τρόπο την ώρα της εισβολής, με τον δρόμο γεμάτο τανκς, τα παιδιά να κλαίνε, και τους πυροβολισμούς που θανάτωναν τους συγγενείς της.
“Ξυπνήσαμε το πρωί του Σαββάτου της 20ης Ιουλίου με εκρήξεις. Άνοιξα το παραθυρο και είδα μαύρο καπνό. Φώναξα του Αντρίκκου του άντρα μου, μου είπε ήρθαν οι Τούρκοι
Κόσμος πολύς έτρεχε και φώναζε. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μαζευτάκαμε 48 άτομα κάτω από τα λεμονόδεντρα. Βλέπαμε τους Τούρκους να βγαίνουν από την θάλασσα και να προχωρούν. Ή οι αδέσποτες σφαίρες θα μας σκότωναν ή θα μα έκαιγαν οι φωτιές.
… Ο άντρας μου πήρε αγκαλιά την κόρη μας κι άρχισε να της λέει παραμύθι για τους κακούς. Ένας πληγωμένος στρατιώτης ήταν κρυμμένος στο φούρνο του σπιτιού μας. Οι Τούρκοι άρπαξαν δυο γυναίκες, τα ουρλιαχτά τους είναι ακόμα μέσα στο μυαλό μου… Έριξαν την πόρτα του στάβλου και μας είπαν «ψηλά τα χέρια. Μας πήραν αιχμάλωτους και μας έβαλαν κάτω απο μια ελιά. Γονατίσαμε μπροστά στον Άρχάγγελο Μιχαήλ και προσευχηθάκαμε.
Αν αρχίσουν οι πυροβολισμοί να πέσεις κάτω και να κάνεις τη νεκρή. Ένας Τούρκος αξιωματικός έδωσε εντολή να μας εκτελέσουν όλους. Έσφιγγα την κόρη μου, να μην βλέπει, να μην ακούει. Σωριάστηκα στο πάτωμα κι έκανα τη νεκρή. Είδα ότι ήταν ζωντανή η κόρη μου, βρήκα δύναμη και σηκώθηκα. Έτρεχα στον άντρα μου να δω αν ήταν καλά και μ’ έδιωχναν. Ο γιος μου ήταν πάνω στο κεφάλι του άντρα μου πληγωμένος. Έβλεπα το γιο μου, ήταν ζωντανός. Μου πέταξαν το μωρό μου μέσα στ’ αγκάθια. Σκότωσαν μπροστά μου τον πατέρα μου, τον άντρα μου, τους δυο γαμπρούς μου, το νονό μου και άλλους 8. Ο δρόμος ήταν γεμάτος τανκς. Γεμίζαμε βαμβάκι τα αυτιά και τα στόματα των μωρών για να μην ακούν και να μην κλαίνε.”