Για τον ρόλο της στην ταινία «Φόνισσα» και τις στιγμές που χρειάστηκε να «παλέψει» με το συναίσθημά της, μίλησε η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στα «Παραπολιτικά» και τη Σάσσα Σταμάτη.
Πρωταγωνιστείτε στη «Φόνισσα», την ταινία που βασίζεται στο οµώνυµο µυθιστόρηµα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη του 1912 και στην τραγική ιστορία της Χαδούλας Φραγκογιαννούς.
Η ταινία βγαίνει στους κινηµατογράφους στις 30 Νοεµβρίου. Εγώ την έχω δει ήδη δύο φορές. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου προβλήθηκε και απέσπασε έξι βραβεία, και πριν από λίγες ηµέρες, στην επίσηµη πρεµιέρα στην Αθήνα. Η Φραγκογιαννού είναι ένας ρόλος πολυεπίπεδος, που είναι δέος και τιµή για την ηθοποιό που θα κληθεί να τον ερµηνεύσει. Εγώ φανταζόµουν ότι κάποια στιγµή ίσως µου γίνει η πρόταση να παίξω αυτόν τον ρόλο στο θέατρο, αλλά ξαφνικά µου ήρθε η πρόταση να τον κάνω στον κινηµατογράφο.
Ο ενθουσιασµός µου ήταν τεράστιος, και µάλιστα η πρόταση αυτή µου έγινε από την Εύα Νάθενα, η οποία είναι φίλη µου χρόνια, έχουµε συνεργαστεί πολλές φορές στο θέατρο και ξέρω πόσο σπουδαία σκηνογράφος και ενδυµατολόγος είναι. Τώρα µπήκε και σε µια ιδιότητα στην οποία δεν είχε ξαναδοκιµαστεί, παρά µόνο σε µία ταινία µικρού µήκους πέρυσι, που λέγεται «Αντιγόνη».
Ποια σηµεία του ρόλου σάς δυσκόλεψαν; Είναι µια γυναίκα που σκοτώνει παιδιά…
Με δυσκόλεψαν οι στιγµές των φόνων των κοριτσιών, των µικρών παιδιών. Όταν έχεις µπροστά σου ένα µωρό, θες να το φιλήσεις, να το χαϊδέψεις, να το πάρεις αγκαλιά, να του κάνεις αστειάκια, αλλά πρέπει να παίξεις ότι αυτό το µωρό θα το σκοτώσεις. Και αφού κρατιόµουν και προσπαθούσα να είµαι όσο πιο σκληρή και αποστασιοποιηµένη, έκανα τη σκηνή, κρατούσα τη συγκίνησή µου και µετά πήγαινα στην άκρη και ξεσπούσα ως Καρυοφυλλιά σε λυγµούς, για να ηρεµήσει η ψυχή µου. Είναι αδιανόητο ένας άνθρωπος να κάνει τέτοιο πράγµα.
Το να φτάσει όµως αυτή η γυναίκα στο σηµείο να σκοτώνει τα κοριτσάκια και να το κάνει αυτό θεωρώντας ότι τους κάνει ένα δώρο αγάπης, ότι είναι µια πράξη λύτρωσης, σωτηρίας γι’ αυτά τα κορίτσια από µια κακοποιητική ζωή, µια πολύ σκληρή ζωή… Σαν τη ζωή που έζησε η ίδια, βασανισµένη, µέσα στη φτώχεια, χωρίς να γνωρίσει αγάπη ούτε από την ίδια της τη µητέρα. Και αυτό λόγω της θέσης των γυναικών εκείνες τις εποχές, ειδικά µέσα στο καθεστώς της πατριαρχίας, καθώς αναγκάζονταν να γίνουν και οι ίδιες πολύ σκληρές και µεγάλωναν τις κόρες τους µε τέτοιον τρόπο σαν να τους χάριζαν αντισώµατα.
Ηθελαν να τις κάνουν δηλαδή πολύ γερές, πολύ ανθεκτικές, για να αντέχουν αυτή τη δύσκολη ζωή. Και, όπως λέει και η ίδια -ο Παπαδιαµάντης δηλαδή της βάζει αυτά τα λόγια-, «µια ζωή ήµουν στην υπηρεσία, πρώτα των γονιών µου, µετά του άνδρα µου, µετά των παιδιών µου, µετά τα παιδιά µου γέννησαν άλλα παιδιά, στην υπηρεσία των εγγονών µου». Οι γυναίκες τότε δεν είχαν την ελευθερία να ζήσουν τη ζωή που ήθελαν οι ίδιες.