Εδώ και αρκετούς μήνες αρκετοί, κατά τον κ. Κοτζιά, «ραγιάδες» και «εφιάλτες», και κατά τον ενδιάμεσο χώρο «θιασώτες της όποιας λύσης», αρθρογραφούν, δηλώνουν και συζητούν, με έκδηλο τον θυμό και την απογοήτευση, και με τάσεις μοιρολατρίας, για το γεγονός ότι οι προσπάθειες στην Ελβετία απέβησαν άκαρπες και η διχοτόμηση της πατρίδας μας είναι ορατή όσον ποτέ στο παρελθόν.
Όλα αυτά τα αισθήματα δικαιολογημένα, κατανοητά και πάνω από όλα αναμενόμενα. Όμως αν αφήσουμε την απογοήτευση να μας κυριεύσει και τα τύμπανα της απαισιοδοξίας να μονοπωλήσουν τα ακούσματά μας, τότε απλά θα είμαστε μάρτυρες του τέλους, απλά θα πιστοποιήσουμε τον θάνατο του «ασθενούς» που λέγεται «διαδικασία επίλυσης του κυπριακού».
Μέσα σε αυτό το καταθλιπτικό σκηνικό εντάσσεται και η κρισιμότητα των επερχόμενων προεδρικών εκλογών. Είναι γεγονός ότι οι συνομιλίες στο Crans Montana «ίσως» αποδειχθούν ως το τελικό και καίριο πλήγμα στη μακροχρόνια αυτή διαδικασία. Η λέξη «ίσως» αφήνει μια, αμυδρή έστω, ελπίδα. Το αν η ελπίδα αυτή θα σβήσει εντελώς ή θα παραμείνει να φωτίζει τον δρόμο για επανένωση, σίγουρα εξαρτάται και από το αποτέλεσμα των επερχομένων προεδρικών εκλογών.
Όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι το φαβορί, με τον Νικόλα Παπαδόπουλο να διατηρεί αμυδρές ελπίδες σε περίπτωση που περάσει στον 2ο γύρο των εκλογών.
Οι εξαγγελίες του υποψηφίου του ενδιάμεσου χώρου με την περιβόητη νέα στρατηγική στο κυπριακό, δυστυχώς δεν επιτρέπουν ούτε την λέξη «ίσως», δηλαδή ούτε την παραμικρή ελπίδα. Εκτός αν υπάρχουν ακόμα αφελείς και ονειροπόλοι οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορούμε να προκαλέσουμε τέτοιο κόστος στην Τουρκία ούτως ώστε να παραδοθεί αμαχητί στις θέσεις μας.
Από την άλλη πλευρά, αυτή του ΠτΔ και του ΔΗΣΥ, ανεξάρτητα των μεταλλάξεων και παλινδρομήσεων, αφήνει ανοικτό έστω ένα πολύ μικρό παράθυρο ελπίδας για μια νέα διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ασφαλώς, ότι θα υπάρξει ουσιαστική αλλαγή θέσεων. Αν συνεχίσουμε με τις ίδιες προϋποθέσεις τότε οι προοπτικές είναι οι ίδιες με αυτές του ενδιάμεσου χώρου, δηλαδή μηδενικές.
Όλοι αυτοί που πίστευαν και πιστεύουν ότι με μια διεκδικητική αλλά πάνω από όλα ρεαλιστική αντιμετώπιση μπορεί να αποτραπεί η διχοτόμηση και να επανενωθεί η Κύπρος, το 2013 στήριξαν με πάθος τον ΠτΔ, και μάλιστα με «ανοικτή επιταγή» όσον αφορά το εθνικό θέμα. Για όλους αυτούς ήταν η «βέλτιστη» επιλογή. Μετά το ναυάγιο στην Ελβετία σίγουρα η απογοήτευση υπήρξε μεγάλη. Ο θυμός έφτασε τα επίπεδα της οργής. Η θλίψη ακούμπησε τα όρια της κατάθλιψης.
Όλοι αυτοί λοιπόν, πιστεύω είναι διατεθειμένοι (και πρέπει) το 2018 να στηρίξουν και πάλι τον ΠτΔ, αλλά με εντελώς διαφορετικό «μανιφέστο» και φιλοσοφία. Σίγουρα μακριά από «Κοτζιάδες» και «Καμένους», μακριά από μαξιμαλιστικές θέσεις, χωρίς έπαρση και αλαζονεία. Με σεμνότητα, σοβαρότητα και διάθεση αυτοκριτικής. Η επιταγή πλέον από λευκή γίνεται συγκεκριμένη, με ημερομηνίες, ποσά και παραλήπτη, η δε επιλογή από «βέλτιστη» υποβαθμίζεται στην «μη χείρον», πάντα όσον αφορά το εθνικό θέμα.
Η άλλη επιλογή, με τις άνευ ουσίας στρατηγικές και με τις ανεδαφικές φιλοσοφίες περί πρόκλησης κόστους στην Τουρκία, διασφαλίζει την διαιώνιση της κατοχής και την οριστική διχοτόμηση. Από μόνη της καθίσταται η «χείριστη» επιλογή.
Το ιδεατό για μια σκλαβωμένη πατρίδα που διεξάγει αγώνα επιβίωσης στις πατρογονικές εστίες, θα ήταν μια «βέλτιστη» επιλογή. Σίγουρα η επιλογή του «μη χείρον» είναι ένας συμβιβασμός γιατί απλούστατα εμπεριέχει το χείρον, δηλαδή το κακό. Όμως στην αντίπερα όχθη η επιλογή του «χείριστου» είναι εξ ορισμού μια καταστροφική επιλογή χωρίς ελπίδα και προοπτική.