Η πρόσφατη υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ της ελληνικής δημοκρατίας και της ΠΓΔΜ, καθώς και οι ακόλουθες κυρώσεις από τα κοινοβούλια των συμβαλλόμενων μερών θα έχουν αναμφισβήτητα ιστορική αξία και σημασία για το μέλλον. Το μακεδονικό ζήτημα ως προέκταση του Ανατολικού Ζητήματος, απασχόλησε την ελληνική εξωτερική πολιτική αλλά και την βουλγαρική και σερβική, για 140 και πλέον χρόνια. Επομένως, η ειρηνική και αμοιβαία εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας έπρεπε να αποτελεί ένα χαροποιό γεγονός και βήμα προόδου. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Αρχικά είναι δέον να τονιστεί ότι οι Σκοπιανοί, προεξάρχοντος του τέως προέδρου τους Κίρο Γκλιγκόροφ, δεν αμφισβήτησαν ποτέ την ελληνικότητα του αρχαίου κράτους των Μακεδόνων, κάτι που άλλωστε κανείς ενιστόρητος και σώφρων άνθρωπος δύναται να αμφισβητήσει. Αυτό όμως που αμφισβήτησαν, συμπλέοντας ουσιαστικά με το διεθνές Δίκαιο, είναι το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του ονόματος Μακεδονία από μεριά της Ελλάδας. Οι Οθωμανοί ονόμαζαν επίσημα Μακεδονία την περιοχή που περιλάμβανε όχι μόνο την ελληνική αλλά και την σλαβική Μακεδονία. Στο ιστορικό γίγνεσθαι καμιά γεωγραφική έννοια δεν παραμένει σταθερή και το ίδιο ισχύει βέβαια και για τη γεωγραφική Μακεδονία. Τα φυσικά και/ή στρατιωτικά σύνορα της περιοχής έχουν τροποποιηθεί ουκ ολίγες φορές στη χιλιόχρονη ιστορία της, κάτι που καθιστά τον γεωγραφικό προσδιορισμό της περιοχής όχι και τόσο σαφή τελικά.
Συνεπώς ‘’Μακεδόνες’’ δεν νοούνται απλά αυτοί που κατοικούν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική θέση αλλά οι μετέχοντες του μακεδονικού πολιτισμού, που δεν μπορεί να είναι παρά προέκταση του ελληνικού. Για να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, ήδη από το 1903 ο πατέρας του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού, ο Μισίρκωφ, μίλησε για σλαβο-μακεδονική εθνότητα, όχι για μακεδονική, πράγμα διόλου μεμπτό αφού αναφέρεται σε μια εθνότητα (σλαβική) που ζει και αναπτύσσεται σε τμήμα μιας γεωγραφικής περιοχής (Μακεδονία). Δηλαδή για να δημιουργηθεί τεχνηέντως διακριτή εθνότητα, χρειάζεται οπωσδήποτε έρεισμα και αυτό το έρεισμα βρέθηκε στη γεωγραφία. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος απορρόφησης τους από τα γειτονικά κράτη. Μάλιστα ο Μισίρκωφ προχώρησε ένα βήμα πάρα πέρα, ισχυριζόμενος πως όπως από την φυλή των νοτιοσλάβων γεννήθηκαν κατά την πάροδο των αιώνων τα έθνη των Σέρβων, των Κροάτων και των Βουλγάρων, το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τους λεγόμενους ‘’σλαβομακεδόνες΄΄. Καθόλου παράξενο λοιπόν που οι βούλγαροι κομιτατζήδες τον κατεδίκασαν εις θάνατον.
Ως εκ τούτου η συμφωνία των Πρεσπών, για τον ψύχραιμο ερευνητή, έχει τα υπέρ της και τα κατά της και η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι απλά μια μαύρη προδοτική κυβέρνηση, όπως προσπαθούν να μας πείσουν διάφοροι ‘’καλοκάγαθοι πολίτες’’ που με την ψήφο τους είχαν βουλιάξει για χρόνια τη χώρα σε έναν πολωμένο δικομματισμό. Απλά η κυβέρνηση Τσίπρα τόλμησε να αναλάβει τις νομικές και ηθικές ευθύνες της χώρας σε ένα μείζον ζήτημα, το οποίο παρέκαμψαν σκόπιμα και δημαγωγικά οι ταχυδακτυλουργικές κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη όμως δεν σημαίνει ότι τα λάθη και οι παραλείψεις της συνθήκης δεν βαραίνουν τη συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Από τα θετικά στοιχεία της συμφωνίας είναι το τέλος του αλυτρωτισμού ένθεν κακείθεν, το φιλικό κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες που ενδέχεται να συνδράμει στην οικονομική μας ανάπτυξη, η αντικατάσταση του αυθαίρετου προσδιορισμού των Σκοπίων από ‘’Μακεδονία’’ σε ‘’Βόρεια Μακεδονία’’ και η αναγνώριση της ελληνικότητας της αρχαίας Μακεδονίας με την παρεμφερή δια νόμου κατάργηση των ελληνικών συμβόλων από μεριάς των Σκοπίων.
Στα αρνητικά της συμφωνίας, συμπεριλαμβάνεται η αναγνώριση ‘’μακεδονικής γλώσσας’’ ως τμήμα των νοτιοσλαβικών γλωσσών, όπως σημειώνεται. Ο όρος αυτός καταρρίπτει τους ισχυρισμούς Κότζια ότι δεν αναγνωρίζει μακεδονικό έθνος αφού η αναγνώριση μιας γλώσσας ως μακεδονικής, πέρα από ανιστόρητος και αντιεπιστημονικός εγκυμονεί και κινδύνους για το μέλλον. ‘’Μακεδονική γλώσσα’’ είχαν δυστυχώς αναγνωρίσει και οι κυβερνήσεις της Δεξιάς, με χαρακτηριστική την περίπτωση Αβέρωφ. Τα ίδια προβλήματα ελλοχεύουν και με την πολιτογράφηση ως «Μακεδόνες/πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» αντί του ακριβέστερου «Βορειομακεδόνες». Δεν πείθει ούτε και η ρήτρα περί μακεδονικών προϊόντων, η οποία πιθανόν να φέρει σύγχυση στο εμπόριο αλλά και στην τέχνη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω δύο πράγματα. Πρώτον, είναι στο χέρι όλων μας να διαφυλάξουμε την ελληνικότητα της Μακεδονίας, με ή χωρίς τις Πρέσπες. Και αυτό μπορούμε να το κάνουμε πράξη μόνο με τον πολιτισμό που είναι η ελληνικότητα μας, και όχι με όπλα, βία, και οράματα θερινής νυκτός. Οφείλουμε να τον προβάλλουμε και να βελτιωνόμαστε αέναα στον τομέα αυτό, επειδή η ψυχή μας δεν είναι το όνομα μας αλλά τα εργα μας. Δεύτερον, όλοι εκείνοι οι υπερπατριώτες που αρνούνται να έρθουν σε συμβιβασμό με τα Σκόπια, λες και είναι θέμα μονομερές, τι άκριβως μας προτείνουν; Εισβολή και επίθεση για «να απελευθερώσουμε την Μακεδονία μας»; Και ποιος εγγυάται ότι δεν θα πράξουν το ίδιο και οι Βούλγαροι, οι Αλβανοί, οι Σέρβοι; Και ποιος τελικά θα επωφεληθεί από μια σύρραξη στα Βαλκάνια; Μήπως ο κοινός μας εχθρός;