Ανηφόρησα στον Αρακαπά. Νόμιζα ήταν μια συνηθισμένη πυρκαγιά… Άλλαξα γνώμη αμέσως αμάν τζαι πέρασα που το Λιστόβουνο τζαί πάνω. Εν εφαίνετουν τίποτε.
“Θεέ μου” είπα αποκλείεται.
Ούτε ξέρω ένταλως έφτασα αφού τα μάθκια μου ήταν καρφωμένα στο τεράστιο σύννεφο που τους καπνούς. Όσο τζαι πρόλαβα τζαί πέρασα που το Κελλάκι, πίσω μου έκλεισε ο δρόμος.
Μπήκα μες τον Αρακαπά. Εξαναείδες ποντικούς μες την παγίδα; Έτσι εμοιάζαν οι χωρκανοί που εβουρούσαν. Επάρκαρα και έβαλα μάσκα. Εν ανάπνεα. Ανηφόρησα τζαι ηβρα τρεις πυροσβέστες να παλέφκουν να σβήσουν την φωθκιά σε ένα σπίτι. Τζείνες οι φλόγες εν εσβήναν με τίποτε. Εν σαν τζαί εσίρναν τους λάδι αντί νερό. «Μεν πάεις άλλο κάτω λαλούν μου οι χωρκανοί και εσιει κάζια (γκάζια) είπαν μας οι πυροσβέστες».
Προχώρησα σιγά- σιγά. Έφκαινε λαμπρό που άλλη στέγη. Κάθε τρεις τζαι λίο η σκιά των ελικοπτέρων που πάνω μου. Ακολούθησε με ένας παππούς. «Ετο λαλεί μου που τζιαμέ που ξεκίνησε τζαι θκυο λεπτά ήρτε δακάτω. «Ήρταν τζαι είπαν μου φυε να μεν κρούσεις». «Μα που να πάω λαλώ τους εν το σπίτι μου εν φέφκω εν πάω πούποτε». Ελούθειν του κλαμάτου. Μεν κλαίεις παππού είπα του τζαί εννα την εσβήσουν. Έβλεπα τον που παρακολουθούσεν τον τόπο του να γίνεται λαμπρό. Το χωρκό του εκάηκεν.
Εμπήκα μέσα σε ένα στενό. Που τον καπνό εν έβλεπα τζαι στράφηκα πίσω. «Γλήορα βουράτε τζαι εννά πάρει το σπίτι του Τρυφωνή». Εφωνάζαν. Το έναν υποστατικό πίσω που το άλλον εκάφκετουν.
Οι ώρες επαιρνούσαν τζαι τούτον ούλλον το κακό εν ελάλεν να ξελήψει. Κλάματα, φωνές τζαι μουγκαρκιές. Εχάσαμε τα σπίθκια μας. Τον τόπο μας. Επήαν ούλλα. Εμπήκαν μες το αυτοκίνητο τζαι επηα στην Εφταγώνεια. Ήταν ούλα κρουσμένα. Εσταμάτησα μπροστά που μια παράκκα. Ήταν ούλλα κάρβουνο. Λαλεί μου ένας χωρκανός μεν το θωρείς έτσι ζται ήταν σπίτι με τέσσερα μωρά. Εκάηκε το σπίτι τους.
“Χριστέ μου” λαλώ “πόσο κακό”. Το φως του ήλιου άρκεψεν τζαί εβούταν. Ο ουρανός εγίνην ολοκότσινος. Ήταν που το λαμπρό αλλά εφαίνετουν σαν πως τζαι ήταν γιαίμα. Εν είσιε φως αλλά τα βουνά ήταν λαμπάδες. Κανένας εν ετζοιμήθηκε. Εβουρούσαν ούλλοι να σβήσουν το λαμπρό.
Την άλλη μέρα το ίδιο. Τούτον το λαμπρό εν έσβηνε. Εβούραν τζαί επήενεν. Έτρωεν τα ούλλα. Εν άηνεν τίποτε. Ως τζαί πλάσματα έκρουσε… Γιατί Θεέ μου;
Εμάχουνταν ούλλη μέρα. Άμαν τζαι εκαταφέραν να το σβήσουν τζαι εφάνηκε ήντα κακό έκαμε επαρακάλες να εισιες ρολόι να το γυρίσεις πίσω. Να τα έκαμνες ούλλα όπως ήταν πριν. Τζαί σπίθκια, τζαί πράσινο. Μα πάνω που ούλλα να έφερνες τζείνα τα πλάσματα πίσω τζαί να μεν υποφέρναν έτσι.
Α ρε άνθρωπε είδες έντα κακό κάμνεις; Είδες έντα κακό κάμνεις του τόπου σου;