Δεν ξέρω αν περνούν από το μυαλό κάποιων ανθρώπων οι μελλοντικές επιπτώσεις των σημερινών τους επιλογών. Αν σκέφτονται, δηλαδή, ότι με το λόγο και τις πράξεις του, ο καθένας από εμάς δημιουργεί ένα «κεκτημένο», που λένε και οι πολιτικοί μας, το οποίο διαμορφώνει και τη δική μας ζωή. Παρακολουθώντας όλο αυτόν τον κυκεώνα με την πανδημία, τα εμβόλια, τις διαμαρτυρίες στα όρια της υστερίας και την ισοπεδωτική απόρριψη της επιστήμης, στο μυαλό μου έρχεται ένας πιθανός -και εν πολλοίς εφιαλτικός- διάλογος:
– Γιε μου, θέλω να με πάρεις στο γιατρό. Δεν είμαι καθόλου καλά.
– Τίποτα δεν έχεις, ρε μάνα, θα περάσει.
– Όχι, γιε μου, είναι φρικτοί οι πόνοι.
– Και τι θα σου κάνει ο γιατρός, ρε μάνα. Θα σε βάλει να κάνεις ένα σωρό εξετάσεις για να μας τα πάρει. Δεν τους ξέρεις αυτούς;
– Μα δεν αντέχω, πονάω σου λέω.
– Ξεκουράσου, θα σου κάνω κι ένα τσάι που διάβασα ότι ωφελεί και όλα θα πάνε καλά.
– Πως γίνεται να είσαι τόσο ψυχρός και αναίσθητος απέναντι στον πόνο της μάνας σου;
– Κάτσε, ρε μάνα. Εσύ δεν με έμαθες να μην τους πιστεύω αυτούς; Εσύ δεν με έπεισες πως όλοι τους είναι ένα κύκλωμα απατεώνων που θέλουν να μας ελέγξουν; Εσύ δεν με δίδαξες πως δεν έχουμε ανάγκη κανένα γιατί έχουμε τον Θεό μας; Έλα, λοιπόν, να προσευχηθούμε και δεν έχουμε ανάγη κανένα γιατρό και κανένα φάρμακο που κάνει πλούσιες τις φαρμακοβιομηχανίες…
Σπόρους ρίχνουμε όλοι καθημερινά. Κι όταν βλαστήσουν, θα διαπιστώσουμε αν θα βγάλουν λουλούδια ή αγκάθια. Αν θα χαρούμε ή αν θα ματώσουμε…