Όσες κοινωνίες επέλεξαν να προχωρήσουν μπροστά, αφήνοντας πίσω σιωπηλές πλειοψηφίες ή μεγάλες μειοψηφίες, σε κάποια στιγμή ξύπνησαν έντρομες από τα ουρλιαχτά των λαϊκιστών. Η επιλογή να συνεχίσουμε να συζητάμε και να διαπραγματευόμαστε για την ΑΤΑ, με όρους του προηγούμενου αιώνα, είτε το καταλαβαίνουν κάποιοι, είτε όχι, είναι η επιλογή να προχωρήσουν μπροστά οι «προνομιούχοι» εργαζόμενοι που ήδη λαμβάνουν, έστω και κουτσουρεμένο τον τιμάριθμο και να ανοίξουν και άλλο τη ψαλίδα από τους εργαζόμενους, που δεν θα πάρουν ποτέ. Αναπόφευκτα, αυτό θα αποτυπωθεί και στις εκλογές με περισσότερη αποχή, περισσότερη ψήφο σε λαϊκίστικά μορφώματα ή σε επιμέρους λαϊκιστές πολιτικούς, που καραδοκούν μέσα σε «καθωσπρέπει» κόμματα. Το κόστος στην οικονομία από τέτοιες εξελίξεις, θα είναι ανυπολόγιστο.
Όσο συζητάμε την ΑΤΑ με όρους του 20ου αιώνα, τόσο κινδυνεύουμε να στείλουμε το ΑΕΠ και τη δημοκρατία της χώρας σε εκείνες τις εποχές. Πρέπει να πιάσουμε το νήμα από την αρχή και να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους που έχουν να κάνουν με την αγοραστική δύναμη των μισθών, τι χρειάζεται για να μπορούν οι επιχειρήσεις να δώσουν αυξήσεις και για τις ευθύνες του κράτους έναντι όλων του των πολιτών. Σε αυτή τη συζήτηση, ο ρόλος της ΑΤΑ, είναι μόνο συμβολικός και ως μέρος της ιστορικής μνήμης των κοινωνικών κινημάτων και των εργαζομένων. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να συζητάμε για ΑΤΑ, από τη στιγμή που η πλειοψηφία των εργαζομένων δεν τη δικαιούται, αλλά και μέρος των εργαζομένων, τη δικαιούται μόνο θεωρητικά.
Σήμερα, γίνεται μια συζήτηση στο όνομα όλων των εργαζομένων, που ωστόσο αυτή αφορά «προνομιούχους» εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα π.χ. τραπεζικούς και τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα και σύμφωνα με τα νούμερα που ακούστηκαν αφορά μόλις το 40% των εργαζομένων. Υπό αυτή την έννοια, όχι μόνο προσβάλλει τη νοημοσύνη των υπολοίπων, αλλά τους υποβαθμίζει σε κάτι λιγότερο από εργαζόμενους. Είναι για αυτό που η συζήτηση πρέπει να ανοίξει και να τους συμπεριλάβει όλους και να εξηγήσει τις πραγματικές ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί από το τη τρίτη χρονιά υψηλού πληθωρισμού, δηλαδή αυξήσεις στις τιμές πέραν του 2%. Θα πρέπει να τεθεί το πλαίσιο στη σωστή του βάση, δηλαδή ο τιμάριθμος να μην είναι για κάποιους ψίχουλα και για κάποιους πραγματική αύξηση των μισθών και να ιεραρχηθούν αυτοί που χρειάζεται να βοηθηθούν περισσότερο.
Να γίνει αντιληπτό πως η όποια ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης δεν θα γίνει μόνο με εισφορές του εργοδότη, αλλά και μέσα από μειώσεις φόρων και επιδότηση συνεισφορών στα κρατικά ταμεία. Ο ρόλος του κράτους δεν είναι να είναι καλός εργοδότης και δίκαιος διαμεσολαβητής, αλλά να στηρίζει την κοινωνική συνοχή. Να ξέρει δηλαδή, από που πρέπει να πάρει τα λεφτά και σε ποιους να τα επιστρέψει. Όταν αυτό γίνεται «οριζόντια», δηλαδή αστόχευτα, πάντα καταλήγουν να ευνοούνται αυτοί που το χρειάζονται λιγότερο. Με άλλα λόγια, κάποιοι θα διασωθούν από την ακρίβεια και κάποιοι άλλοι θα μείνουν για άλλη μια φορά πίσω να ψάχνουν τις λύσεις μόνοι τους ή παρέα με τους λαϊκιστές όλων των αποχρώσεων. Αυτό είναι κακό για την οικονομία και την ποιότητα της δημοκρατίας.