Οι Βρετανοί εξακολουθούν όπως όλα δείχνουν να έχουν το πάνω χέρι σε ότι αφορά τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για το κυπριακό. Προωθώντας μια σειρά ιδεών που στόχο έχουν τη γεφύρωση του χάσματος που χωρίζει τις δύο πλευρές μετά την υπαναχώρηση των Τούρκων στα περί δύο κρατών, το Λονδίνο στοχεύει στη δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέψουν την επανέναρξη διαπραγματεύσεων.
Επί του παρόντος η Ε/κ πλευρά έχει διαμηνύσει στους Βρετανούς διπλωμάτες, πως η εισαγωγή νέων ορολογιών όπως για παράδειγμα «ίσα εγγενή δικαιώματα», «συνιδρυτές», «συνιδιοκτήτες», «αυτοδιοικούμενες οντότητες» ότι «καμιά οντότητα δεν ασκεί κυριαρχία πάνω στην άλλη», «δύο κράτη εσωτερικά, ένα κράτος εξωτερικό», απορρίπτονται ως απαράδεκτες. Η Λευκωσία θεωρεί πως αυτές οι ορολογίες διευκολύνουν τους τουρκικούς στόχους και πλησιάζουν επικίνδυνα προς τις αξιώσεις των Τούρκων για κυριαρχική ισότητα.
Το πρόβλημα που δημιουργείται όμως είναι πως μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει καμιά άλλη πρωτοβουλία που δύναται να παράξει λύσεις και να οδηγήσει σε επανέναρξη διαπραγματεύσεων. Ως εκ τούτου ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, μη βλέποντας άλλες επιλογές, βολιδοσκοπεί την ε/κ πλευρά κατά πόσο θα μπορούσε να αποδεχθεί αυτά τα πράγματα.
Νίκος Αναστασιάδης και Ερσίν Τατάρ αναμένεται να βρεθούν στη Νέα Υόρκη τη βδομάδα που αρχίζει στις 20 Σεπτεμβρίου. Το ενδεχόμενο μιας κοινής συνάντησης τους με τον Γενικό Γραμματέα φαντάζει επί του παρόντος απομακρυσμένο, γεγονός που συνδέεται και με το ότι η Τζέιν Χολ Λουτ δεν επισκέφθηκε για διαβουλεύσεις το νησί όπως αναμενόταν.
Στο μεταξύ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέστειλε στις 30 Αυγούστου άλλη μια επιστολή στον Αντόνιο Γκουτέρες, αποφεύγοντας να αναφερθεί στην πρόταση του για επιστροφή στο Σύνταγμα του ’60, αρκούμενος στο να επαναλάβει τη δική του ετοιμότητα για συνάντηση με τον ίδιο και τον Τ/κ ηγέτη και επανάληψη των διαπραγματεύσεων στη βάση των συμφωνηθέντων στο Βερολίνο το 2019.