Ενώπιον του μεγαλύτερου τεστ της εικοσαετούς διακυβέρνησης του βρίσκεται ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Τον Μάιο το εκλογικό σώμα στην Τουρκία θα αποφασίσει όχι μόνο ποιος θα ηγηθεί της Τουρκίας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα κυβερνηθεί η χώρα τα επόμενα χρόνια καθώς επίσης και την κατεύθυνση της στα θέματα οικονομίας και εξωτερικής διακυβέρνησης.
Οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν στις 14 Μαϊου, τρεις μήνες μετά τους ισχυρούς σεισμούς που χτύπησαν την νοτιοανατολική Τουρκία με αποτέλεσμα το θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων και την απώλεια στέγης για εκατομμύρια πολίτες.
Η αντιπολίτευση επέλεξε να πάει σε αυτές τις εκλογές με υποψήφιο τον Κεμάλ Κιλιντσιάρογλου, ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος. Σχημάτισε μάλιστα μια συμμαχία η οποία απευθύνεται στους ψηφοφόρους από τη δεξιά μέχρι την αριστερά όπως επίσης και αυτούς με ισλαμικές ρίζες. Υπόσχεται να αντιστρέψει κάποιες από τις πολιτικές που εφάρμοσε ο Ερντογάν ο οποίος προώθησε την θρησκευτική ευλάβεια, την στρατιωτική διπλωματία και τα χαμηλά επιτόκια.
Ο πιο ισχυρός ηγέτης από την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ Αττατούρκ, ο οποίος είχε ιδρύσει τη σύγχρονη τουρκική δημοκρατία πριν από ένα αιώνα, έσπρωξε την Τουρκία μακριά από το κοσμικό μοντέλο. Προχώρησε σε αύξηση του συγκεντρωτισμού με την τροποποίηση του συντάγματος το οποίο μετέτρεψε σε προεδρική δημοκρατία η οποία στεγάζεται σε ένα παλάτι 1000 τετραγωνικών μέτρων έξω από την Άγκυρα. Εκεί καθορίζεται η οικονομική, εγχώρια και διεθνής πολιτική της Τουρκίας, όπως επίσης και λαμβάνονται οι αποφάσεις για τα θέματα ασφαλείας.
Οι επικριτές του Ερντογάν, μιλούν για ένα κράτος που έβαλε φίμωτρο σε όσους διατύπωναν διαφωνία, περιόρισε τα ανθρώπινα δικαιώματα και καθυπόταξε το δικαστικό σύστημα. Τις κατηγορίες αυτές απορρίπτει βέβαια ο Ερντογάν και το κόμμα του, προβάλλοντας ως επιχείρημα τις απειλές για την ασφάλεια της χώρας όπως προέκυψαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Οικονομολόγοι επίσης αμφισβητούν τις πολιτικές που ακολουθεί ο Ερντογάν η απάντηση του οποίου σε ότι αφορά τον πληθωρισμό ήταν η μείωση των επιτοκίων. Σήμερα ο πληθωρισμός στην Τουρκία έφτασε σε υψηλό 24ετίας αφού αυξήθηκε κατά 85% σε σχέση με τον περασμένο χρόνο, ενώ παράλληλα η λίρα συνεχίζει να κατρακυλά και βρίσκεται σήμερα στο 1/10 της αξίας του δολαρίου.
Υπό τον Ερντογάν η Τουρκία εμφανίζεται απειλητική στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο, εξαπολύοντας επιθέσεις και αποστολές στο έδαφος της Συρίας καθώς επίσης και εναντίον Κουρδικών οργανώσεων στο έδαφος του Ιράκ. Έστειλε επίσης στρατιωτική βοήθεια στη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν.
Βρέθηκε επίσης σε μια σειρά από διπλωματικές αντιπαραθέσεις με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ ενώ βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο για την οριοθέτηση των θαλασσών και το ζήτημα των υδρογονανθράκων στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Την τελευταία περίοδο ο Ερντογάν επέλεξε μια πιο συντηρητική στάση σε αυτά τα μέτωπα, ενώ επιχείρησε την επαναπροσέγγιση με κάποιους εκ των αντιπάλων του.
Η αγορά του συστήματος S-400 από τη Ρωσία, έφερε επίσης την Άγκυρα απέναντι από την Ουάσιγκτον η οποία απάντησε με κυρώσεις που έθεσαν την Τουρκία εκτός του προγράμματος παραγωγής των μαχητικών F-35 και τερμάτισαν το συμβόλαιο για αγορά των μαχητικών. Η εγγύτητα των σχέσεων του Ερντογάν με τον Πούτιν, διατηρεί μια αμφιλεγόμενη κατάσταση εντός του ΝΑΤΟ και του δυτικού κόσμου, ο οποίος στο σύνολο του βλέπει με καχυποψία την προσπάθεια του Τούρκου ηγέτη να πατάει σε δύο βάρκες. Κερασάκι στην τούρτα ήταν η ένσταση του Ερντογάν στο αίτημα της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Παρ’ όλα αυτά η Τουρκία έκλεισε συμφωνία για το θέμα της εξαγωγής σιτηρών από την Ουκρανία κάτι που αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα ως συμβολή στις προσπάθειες για τερματισμό του ουκρανικού πολέμου. Ο Ερντογάν επιχειρεί να αξιοποιήσει το προφίλ που δημιούργησε στη διεθνή κοινότητα ενόψει των εκλογών, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως τον άνθρωπο που κατέστησε σαφή τη σημαντικότητα της χώρας στο να καθορίζει σε κάποιο βαθμό διεθνείς εξελίξεις.
Από την άλλη η αντιπολίτευση υπόσχεται αναστροφή των πολιτικών του Ερντογάν ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις ανορθόδοξες επιλογές του στην οικονομία. Θέλουν να τερματίσουν το σύστημα προεδρικής δημοκρατίας και να επαναφέρουν το προηγούμενο κοινοβουλευτικό σύστημα και να στείλουν πίσω μεγάλο αριθμό Σύρων προσφύγων.
Ο Ερντογάν αναμένεται πως θα προκηρύξει τις εκλογές στις 10 Μαρτίου σημαίνοντας έτσι την επίσημη έναρξη προεκλογικής εκστρατείας. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αν μη τι άλλο πως οι διαφορές θα είναι μικρές. Την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του ο Ερντογάν κατάφερε να πετύχει σημαντική ανάπτυξη για τη χώρα, ωστόσο τα τελευταία 10 χρόνια η ευημερία της χώρας πήρε την κατιούσα και μαζί και η δημοφιλία του ανάμεσα στους ψηφοφόρους.
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά τους φονικούς σεισμούς δείχνουν πως ο Ερντογάν έχει την δυνατότητα να διατηρήσει τη δύναμη του παρά την καταστροφή. Όμως η ενότητα που προκύπτει στον χώρο της αντιπολίτευσης και παρά την καθυστέρηση στην επιλογή υποψηφίου, μπορεί να αποδειχθεί μεγάλη πρόκληση για τον ίδιο, εκτιμούν οι αναλυτές.
Το πως η αντιπολίτευση θα καταφέρει να πάρει μεγαλύτερη υποστήριξη από τους Κούρδους ψηφοφόρους, μένει να διαφανεί. Πρόκειται για το 15% της πίττας των ψηφοφόρων, ενώ το φιλο-κουρδικό κόμμα HDP φαίνεται έτοιμο να στηρίξει τον Κλιτσιάρογλου μετά από μια ανοιχτή και καθαρή συζήτηση.
Πηγή: Reuters