Οι Ηνωμένες Πολιτείες με άλλες φιλελεύθερες δημοκρατίες στην Ευρώπη, την Ανατολική Ασία και αλλού, συνεργάζονται τον τελευταίο αιώνα κάθε φορά που μια μεγάλη πρόκληση για την παγκόσμια τάξη προκύπτει. Οι πολιτικές αυτές ομάδες, πότε ονομάζονται «Δύση», πότε «ελεύθερος κόσμος», πότε «κοινότητες δημοκρατιών». Πρόκειται για γεωπολιτικά σχήματα που ενώνουν την Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία ανάμεσα σε άλλες χώρες. Κάποτε έχουν το στοιχείο της γεωγραφίας, κάποτε δεν εξαρτώνται από αυτήν, ωστόσο λειτουργούν ως χαλαρές οργανωμένες κοινότητες που λειτουργούν στη βάση αμοιβαίων οικουμενικά προσανατολισμένων αρχών και αξιών. Πρόκειται εν τη ουσία για γκρουπς προώθησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του τρόπου ζωής.
Σε ανάλυση του το περιοδικό Foreign Policy, υποστηρίζει πως το κοντινότερο παράδειγμα μιας συμμαχίας κρατών που σκέφονται το ίδιο, είναι οι G7 στους οποίους συμμετέχουν η Βρετανία, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Προέδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Δεν είναι όμως ένας διεθνής οργανισμός με καταστατικό ή γραμματεία, με τους στόχους τους να ορίζονται σε ένα χαλαρό πλαίσιο, αλλά η επιρροή τους στην παγκόσμια σκηνή έχει αυξηθεί παρά το γεγονός ότι σε κάποια στάδια είχε εξασθενίσει. Ο κυριότερος λόγος της επαναφοράς τους στο προσκήνιο, είναι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι αυξανόμενες προκλήσεις από την Κίνα στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Οι G7 έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια ως ένας δυναμικός συνασπισμός, τοποθετημένος στο επίκεντρο των παγκόσμιων προσπαθειών για υπεράσπιση των δημοκρατικών κοινωνιών. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Σύμβουλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν ό,τι οι G-7 αποτελούν τη «διευθύνουσα επιτροπή του ελεύθερου κόσμου».
Οι G-7 έχουν μια χαρακτηριστική ικανότητα να ενισχύουν την αλληλεγγύη και να συντονίζουν τις πολιτικές ανάμεσα στους παίχτες του δυτικά προσανατολισμένου πολυμερούς συστήματος. Οι ηγέτες των κρατών που συμμετέχουν στους G-7 πάνε και έρχονται, κρίσεις και πολιτικές διενέξεις συμβαίνουν, όμως το έργο των G-7 παραμένει το ίδιο. Η προστασία και η ενίσχυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κάτι το οποίο αποτελεί ύψιστη ανάγκη σε ένα βαθιά διχασμένο κόσμο.
Σύμφωνα με το Foreign Policy, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κατέστησε πιο αναγκαίο από ποτέ τον σχηματισμό πολιτικών ευθυγραμμίσεων, συμμαχιών και ομάδων με σκοπό τη στρατιωτική βοήθεια, τις οικονομικές κυρώσεις, τις ψήφους στα Ηνωμένα Έθνη, τη διπλωματία στις Συνόδους Κορυφής. Από αυτούς τους συνασπισμούς εξαρτάται η επιτυχία και η αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής.
Ο πόλεμος της Ρωσίας σε βάρος της Ουκρανίας, τροφοδοτείται από τα παράπονα της Μόσχας για τον επεκτατισμό του ΝΑΤΟ, την ηγεμονία των ΗΠΑ, ενώ η Κίνα βλέπει τον πόλεμο ως ευκαιρία να χτίσει υποστήριξη για μια μεταδυτική διεθνή τάξη.
Εν τω μεταξύ, ο παγκόσμιος νότος έχει αναδειχθεί ως μια χαλαρή και ποικιλόμορφη ομάδα, με κάποιες χώρες να προσπαθούν να παραμείνουν ουδέτερες και άλλες να επιχειρούν να παίξουν γεωπολιτικά στοιχήματα βασισμένες σε παλαιότερες αρχές ευθυγράμμισης που είχαν ισχύ την περίοδο του ψυχρού πολέμου παρά στο σήμερα. Στην ουσία ο περισσότερος κόσμος ζει έξω από την σφαίρα επιρροής των G-7 συνεπώς η ικανότητα των κρατών που την συναποτελούν να διαμορφώσουν παγκόσμιους κανόνες και θεσμούς εξαρτάται περισσότερο στο χτίσιμο συνασπισμών.
Ο ρόλος των G-7 στην ενίσχυση της συνεργασίας τους, αποδείχθηκε στη συνάντηση του Μαϊου την οποία φιλοξένησε ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός Φούμιο Κισίντα στην γεννέτειρα του Χιροσίμα. Ο ηγέτης της Ιαπωνίας χαρακτήρισε τη συνάντηση ως την «σημαντικότερη στην ιστορία της χώρας», ενώ οδήγησε τους συνομιλητές του προς μια συμφωνία που αφορούσε την αντιμετώπιση ενός ευρύτερου πλέγματος παγκόσμιων προκλήσεων. Οι ηγέτες διατύπωσαν μια συλλογική καταδίκη της ρωσικής εισβολής, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για εξωφρενική προσβολή στο παγκόσμιο σύστημα κανόνων και αρχών τάξης. Διατράνωσαν ακόμη την δέσμευση τους για υπεράσπιση της τάξης βασισμένης σε κανόνες καλώντας σε ειρηνική διευθέτηση των συνοριακών διαφωνιών και κάλεσαν όλα τα κράτη να βοηθήσουν την Ουκρανία.
Με ξεκάθαρη υπόνοια προς την Κίνα, τόνισαν την ανάγκη οι σύγχρονες τεχνολογίες που αναπτύσσονται στις χώρες τους, να μην καταλήγουν τελικά στα χέρια ανταγωνιστών οι οποίοι τις αξιοποιούν για να χτίζουν στρατιωτικές δυνατότητες και να απειλούν την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια. Ακολούθησαν οι νέοι περιορισμοί της κυβέρνησης Μπάιντεν ως προς την εξαγωγή τεχνολογιών προς την Κίνα τον Αύγουστο.
Επί των ημερών Μπάιντεν, οι συνέργειες ανάμεσα σε κράτη όπως η Ιαπωνία, η Ινδία, η Αυστραλία και οι ΗΠΑ ενισχύθηκαν, ενώ και η Γερμανία ενίσχυσε τον ρόλο της στο ΝΑΤΟ τερματίζοντας την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία.
Την κατεύθυνση της ενίσχυσης των οικονομικών και στρατιωτικών δεσμών πήραν και οι σχέσεις Ιαπωνίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα τελευταία 50 χρόνια οι G-7 έχουν ένα ανάμεικτο βιογραφικό. Το 1973 η διαδικασία άρχισε βασισμένη στο οικονομικό χαρτοφυλάκιο και τις μακροοικονομικές πολιτικές ανάμεσα στον Αμερικανό Υπουργό Οικονομικών και τους Ευρωπαίους ομόλογους του, αμέσως μετά την κρίση του πετρελαίου. Στο γκρουπ εντάχθηκαν η Ιαπωνία, η Ιταλία και ο Καναδάς και ακολούθως έγινε ετήσιος θεσμός σε επίπεδο αρχηγών κρατών. Αξίζει να σημειωθεί ότι επί των ημερών του Μπιλ Κλίντον, προσκλήθηκε και η Ρωσία και έτσι σχηματίστηκαν οι G-8. Η εισβολή και προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, άφησαν την χώρα του Πούτιν εκτός.
Καταλήγοντας το άρθρο ενθαρρύνει την προώθηση από μέρους των G-7 τριμερών σχημάτων και συνεργασιών σε όλο το δίκτυο τους στην Ασία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Δίκτυα που θα ευθυγραμμίζονται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της κοινότητας των δημοκρατιών, αντιλαμβανόμενοι πάντα ότι η Κίνα είναι ένας συστημικός αντίπαλος απέναντι στον κόσμο των φιλελεύθερων δημοκρατιών.