Στις 25-26 Ιουνίου για άλλη μια φορά οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να βρεθούν ενώπιον του διλήμματος που αντιμετωπίζουν τα τελευταία δύο χρόνια σε σχέση με τη διαχείριση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η στάση που τήρησε η Άγκυρα στην άτυπη πενταμερή για το κυπριακό στη Γενεύη, δυσκολεύει τις αποφάσεις των Ευρωπαίων οι οποίοι πρόσφεραν τον Μάρτιο στην Τουρκία τη λεγόμενη θετική ατζέντα έναντι κάποιων συγκεκριμένων προϋποθέσεων.
Μια πρώτη γεύση της προσέγγισης που επικρατεί έναντι της Τουρκίας πήρε ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Χριστοδουλίδης στο πλαίσιο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες. Ενημερώνοντας τους ομολόγους του για τα αποτελέσματα της άτυπης διάσκεψης στη Γενεύη, καθώς επίσης και τους λόγους που ο στόχος της επανέναρξης διαπραγματεύσεων δεν κατέστη εφικτός, εξήγησε ότι η Λευκωσία δεν πρόκειται να δεχθεί ποτέ λύση δύο κρατών στο κυπριακό, ενώ μίλησε για την αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς να δεχθεί το διορισμό ειδικού αντιπροσώπου από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Επιπλέον υπενθύμισε ότι λόγω της άρνησης της Τουρκίας, η συμμετοχή της ΕΕ στη διάσκεψη δεν κατέστη εφικτή.
Στη συζήτηση που είχε με τον Γερμανό ομόλογο του στο περιθώριο του Συμβουλίου, ενημερώθηκε ότι το Βερολίνο έστειλε το μήνυμα στην Τουρκία ότι τόσο η ΕΕ, όσο και η Γερμανία αλλά και το σύνολο της διεθνούς κοινότητας δεν αποδέχονται την αλλαγή της βάσης του κυπριακού.
Τι θα γίνει μέχρι τον Ιούνιο;
Η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τα κράτη μέλη, έχουν αντιληφθεί ότι η Άγκυρα από τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου μέχρι σήμερα, ελάχιστη προσπάθεια έχει καταβάλει για να παραδώσει τα προαπαιτούμενα που της είχαν υποδειχθεί με αντάλλαγμα τη θετική ατζέντα. Παρόλα ταύτα, όπως άλλωστε και στο παρελθόν, μένει να διαφανεί τι θα μεσολαβήσει μέχρι τον Ιούνιο και αν θα υπάρξουν εκείνες οι εξελίξεις που θα επιτρέψουν στις Βρυξέλλες και τους Ευρωπαίους ηγέτες να τηρήσουν τη γνωστή προσέγγιση δίνοντας κάποια καρότα στην Τουρκία. Όπως άλλωστε και στο παρελθόν, χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, έκαναν τα πάντα ούτως ώστε να αποφευχθούν αρνητικές για την Άγκυρα αποφάσεις. Δημιουργείται όμως παράλληλα μείζον ζήτημα αξιοπιστίας και συνέπειας για την ίδια την ΕΕ, εφόσον η Άγκυρα δείχνει να εκμεταλλεύεται με τον χείριστο τρόπο και σε βάρος των κρατών-μελών της ΕΕ την ανοχή στις προκλήσεις.