Εξηγήσεις και διευκρινήσεις για τους λόγους για τους οποίους ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχώρησε στην αναπομπή του νόμου που ψήφισε η Βουλή για τις παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων έδωσε στη διάρκεια συνεδρίασης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
Ο Γιώργος Σαββίδης εστίασε στις δύο τροπολογίες που ψηφίστηκαν. Η πρώτη προσθέτει στην «εύλογη υποψία» που υπήρχε στο αρχικό νομοσχέδιο της Κυβέρνησης σωρευτικά ακόμα δύο κριτήρια: τον ‘σοβαρό λόγο’ και την ‘αναγκαιότητα’ για την παρακολούθηση.
«Αυτό δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στην αιτιολόγηση του εντάλματος παρακολούθησης από τον αρμόδιο Δικαστή, τα οποία, κατά τη γνώμη του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Γενικού Εισαγγελέα που τον συμβούλευσε, καθιστούν πολύ πιο δύσκολη την πρακτική εφαρμογή του Νόμου αυτού», είπε, προσθέτοντας ότι ο νόμος θα πρέπει να είναι ευέλικτος για να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος.
Ο δεύτερος λόγος αναπομπής ήταν η τροπολογία που αφορούσε την επέκταση του απορρήτου των επικοινωνιών δικηγόρου-πελάτη.
«Η τροπολογία αυτή όπως υιοθετήθηκε, καθιστά ουσιαστικά παράνομη την παρακολούθηση οποιαδήποτε τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου – πελάτη. Υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες στον τρόπο εφαρμογής αυτού του θέματος, πέραν του ότι ουσιαστικά το γνωστό και καλώς νοούμενο επαγγελματικό απόρρητο επεκτείνεται σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό, σε σημείο που ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την άποψη ότι όπως πέρασε, παραβιάζει συνταγματικά το Άρθρο 28 του Συντάγματος σε θέματα μη ίσης μεταχείρισης των δικηγόρων σε σχέση με άλλους πολίτες», εξήγησε.
Επισήμανε επίσης ότι πρόθεση του είναι να διασφαλίσει με ρητό τρόπο στο νομοσχέδιο έστω και αν δεν το λέει ρητά ο νόμος, όπου γίνεται μια καλώς νοούμενη συζήτηση μεταξύ πελάτη και δικηγόρου, να μην μπορεί αυτή να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο.
Το θέμα θα συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής την Παρασκευή με τον αρμόδιο Υπουργό να εκφράζει την ελπίδα ότι η αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας θα γίνει δεχτή.