Τρεις προδικαστικές ενστάσεις υπέβαλε η συνήγορος του Τουρκοεβραίου επιχειρηματία, Σιμόν Αϊκούτ, ο οποίος συνελήφθη στις αρχές Ιουνίου και αντιμετωπίζει κατηγορίες που αφορούν σφετερισμό ε/κ περιουσιών στα κατεχόμενα, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την υπόθεση αυτή που συνεχίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας το πρωί της Παρασκευής.
Σύμφωνα με την υπεράσπιση, οι δύο πρώτες ενστάσεις αφορούν στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να κρίνει την υπόθεση, ενώ η τρίτη αφορά στο δικαίωμα του κατηγορουμένου στην προσωπική ελευθερία, στις συνθήκες κράτησής του και στον περιορισμό των δικαιωμάτων του.
Σύμφωνα με την Πρόεδρό του Χριστιάνα Παρπόττα, το δικαστήριο θα ανακοινώσει την απόφασή του επί των προδικαστικών ενστάσεων την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου και ώρα 11 π.μ., με τον κατηγορούμενο να παραμένει υπό κράτηση μέχρι την εν λόγω ημερομηνία.
Υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία συνεχίστηκε σήμερα έπειτα από αίτημα αναβολής της κατηγορούσας αρχής στις 27 Σεπτεμβρίου προκειμένου να μελετήσει και να απαντήσει στις θέσεις της υπεράσπισης, τις οποίες είχε δώσει γραπτώς με 40σελιδο έγγραφο.
Στη σημερινή της αγόρευση, η δικηγόρος του κατηγορουμένου, Νικολέτα Χαραλαμπίδου, εξέφρασε τη θέση ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση υπό το φως του διεθνούς δημόσιου εθιμικού δικαίου, αλλά και του διεθνούς δημόσιου δικαίου που αφορά στην στρατιωτική κατοχή, καθώς, όπως είπε, τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος αφορούν συναλλαγές για ακίνητη ιδιοκτησία ευρισκόμενη σε περιοχές μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Πρόσθεσε ότι στο πλαίσιο αυτό η συνέχιση της διαδικασίας παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη δίκαιη δίκη από αρμόδιο δικαστήριο, καθώς και το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία, δεδομένης της μέχρι τώρα κράτησής του για αποτροπή κινδύνου φυγοδικίας.
Όπως σημείωσε, δεν αμφισβητείται η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ολόκληρο το έδαφός της, θέση όμως της υπεράσπισης είναι ότι «η κυριαρχία δεν συμπίπτει με τη δικαιοδοσία υπό τις παρούσες περιστάσεις», λόγω της αδυναμίας ελέγχου της ΚΔ και κατ’ επέκταση της μη εφαρμογής των νόμων της ΚΔ στις κατεχόμενες από την Τουρκία περιοχές.
Είπε ότι η δεσμευτικότητα του διεθνούς δημόσιου εθιμικού δικαίου έχει αναγνωριστεί τόσο από την ΚΔ, όσο και από την ΕΕ, ενώ προηγούμενες αναφορές του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορούσαν στην κυριαρχία και όχι στη δικαιοδοσία.
Αναφερόμενη επίσης σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ, το οποίο, όπως είπε, έκρινε ότι το «’σύνταγμα’ της μη αναγνωρισμένης “τδβκ” δεν μπορεί να αναιρέσει τα δικαιώματα των Ε/κ στα κατεχόμενα», ανέφερε ότι η υπεράσπιση δεν διαφωνεί με αυτή τη θέση, επιθυμεί ωστόσο να διευκρινίσει ότι το ΕΔΑΔ δεν έκρινε την υπόθεση στη βάση του διεθνούς δημοσίου δικαίου αλλά υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αποδεχόμενο, όπως σημείωσε, «κανονιστική δικαιοδοσία της “τδβκ” ανεξαρτήτως αναγνώρισης».
Πρόσθεσε ότι το αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος θα μπορούσαν δυνητικά να αφορούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στις κατεχόμενες περιοχές, όπου δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι νόμοι της ΚΔ, κάνοντας λόγο για «ανασφάλεια δικαίου» καθώς δεν μπορούν να γνωρίζουν τι είναι νόμιμο και τι παράνομο.
Η κ. Χαραλαμπίδου υποστήριξε ότι με βάση τους κανόνες της Χάγης, η Τουρκία, ως παράνομη κατοχική δύναμη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, διαθέτει «εξουσία» ώστε να ρυθμίζεται η καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Πρόσθεσε, επίσης, ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος βασίζονται σε νόμους του 2005 και πλην ενός δεν ίσχυαν το 1974, έτος της τουρκικής εισβολής.
Υποστήριξε ακόμη πως δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της υπόθεσης Αποστολίδη εναντίον Όραμς, καθώς, όπως είπε, δεν συζητήθηκαν θέματα δικαιοδοσίας στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Κλείνοντας, υποστήριξε ότι το έργο του δικαστηρίου είναι δύσκολο καθώς δεν είχαν εγερθεί μέχρι τώρα ζητήματα δικαιοδοσίας υπό το φως του δημοσίου δικαίου.
Επανέλαβε ότι δεν συζητείται η ευθύνη της Τουρκίας έναντι των δικαιωμάτων των Ε/κ ιδιοκτητών περιουσιών, αλλά η κανονιστική δικαιοδοσία και η εφαρμογή των νόμων της ΚΔ στα μη ελεγχόμενα από τη Δημοκρατία εδάφη.
Από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής, η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Έλενα Κλεόπα, αφού κατέθεσε στο δικαστήριο γραπτή απόρριψη των ενστάσεων της υπεράσπισης και κατάλογο αυθεντιών, είπε στη δική της αγόρευση ότι το ζήτημα «άπτεται της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέρος του εδάφους της οποίας τελεί υπό κατοχή».
Πρόσθεσε ότι η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου «υπονομεύει την υπόσταση της ΚΔ και την κυριαρχία επιβολής του νόμου ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους».
Συμπλήρωσε ότι η παράνομη τουρκική εισβολή και κατοχή από το 1974 επέφερε προσωρινή αποστέρηση δυνατότητας αποτελεσματικού ελέγχου στο σύνολο της επικράτειάς της, ωστόσο «η ΚΔ παραμένει κυρίαρχη επί του συνόλου του εδάφους της».
Είπε επίσης ότι το ΕΔΑΔ αναγνώρισε την υποχρέωση της Τουρκίας να προστατεύει τα περιουσιακά δικαιώματα των Ε/κ ιδιοκτητών στις κατεχόμενες περιοχές και πως η κυριαρχία και η δικαιοδοσία της ΚΔ δεν αμφισβητούνται.
«Απορρίπτουμε κατηγορηματικά τις απαράδεκτες θέσεις περί της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων για αδικήματα που διαπράχθηκαν στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές», ανέφερε στη συνέχεια η κ. Κλεόπα, προσθέτοντας ότι δικαστήρια της ΚΔ έχουν ήδη εκδικάσει ποινικές υποθέσεις για αδικήματα στις κατεχόμενες περιοχές.
«Θέση της ΚΔ είναι ότι η περιορισμένη εξουσία της Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές δεν εμποδίζει ούτε αποκλείει την κανονιστική δικαιοδοσία της Δημοκρατίας», τόνισε σχετικά, προσθέτοντας ότι η υπεράσπιση διαστρεβλώνει τα δεδομένα της υπόθεσης Αποστολίδη εναντίον Όραμς, καθώς, όπως είπε, η απόφαση επιβεβαιώνει τη δικαιοδοσία της ΚΔ στις κατεχόμενες περιοχές, προσθέτοντας ότι αγγλικό εφετείο απέρριψε παρόμοιο αίτημα Βρετανών υπηκόων που διέμεναν στα κατεχόμενα στη βάση του διεθνούς δημόσιου εθιμικού δικαίου.
Σχετικά με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, είπε ότι οι πράξεις της λεγόμενης «τδβκ» είναι άκυρες στο διεθνές δίκαιο και πως οι πράξεις νομιμοποίησης συναλλαγών δεν μπορούν να αναγνωριστούν.
Πρόσθεσε πως ο κατηγορούμενος δεν αποτελεί μόνιμο κάτοικο των υπό καθεστώς κατοχής περιοχών αλλά «ξένο και έμπειρο επενδυτή, ο οποίος, παρά τις προειδοποιήσεις των ισραηλινών αρχών, ενεπλάκη σε παράνομες δραστηριότητες, εκμεταλλευόμενος το καθεστώς της κατοχής».
Απέρριψε επίσης τη διαστρεβλωμένη, όπως τη χαρακτήρισε, ερμηνεία αποφάσεων του ΕΔΑΔ από την υπεράσπιση ότι «δήθεν έχει αποδειχθεί κανονιστική διαδικασία της ‘τδβκ’» στις κατεχόμενες περιοχές.
Ως προς τη δεύτερη ένσταση, η κ. Κλεόπα είπε ότι η υπεράσπιση παρερμηνεύει το δίκαιο της κατοχής.
Ειδικότερα, ανέφερε ότι «η λεγόμενη ‘τδβκ’ ταυτίζεται πλήρως με την κατοχική Τουρκία και δρα ως εκπρόσωπός της», προσθέτοντας ότι η Τουρκία δύναται να ασκεί μόνο τις εξουσίες που αναγνωρίζονται σε κατοχική δύναμη βάσει του δικαίου της κατοχής, κάτι που δεν συνεπάγεται μεταβίβαση δικαιοδοσίας.
Συμπλήρωσε ότι οι πράξεις που αφορούν συναλλαγές επί περιουσιών δεν μπορούν να επιφέρουν μόνιμα αποτελέσματα και πως οι αρχές της ΚΔ διατηρούν κανονιστική δικαιοδοσία έναντι όλων των θεμάτων για τα οποία δεν νομιμοποιείται η Τουρκία, μεταξύ αυτών και ζητήματα περιουσιών.
«Η ΚΔ έχει κανονιστική δικαιοδοσία έναντι περιουσιών και ποινικών αδικημάτων, επομένως και τα κυπριακά δικαστήρια», τόνισε σχετικά, προσθέτοντας ότι η απόρριψη των ενστάσεων περί δικαιοδοσίας συμπαρασύρει και την τρίτη ένσταση περί δικαιώματος του κατηγορουμένου στην προσωπική ελευθερία, σημειώνοντας ότι το Εφετείο απέρριψε πρόσφατα ένταση του κατηγορουμένου αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης.
«Δεν ευσταθεί κανένας ισχυρισμός της υπεράσπισης, εισηγούμαστε την απόρριψη όλων των ενστάσεων», κατέληξε η κ. Κλεόπα.
Εν συνεχεία, το δικαστήριο παραχώρησε στην υπεράσπιση σύντομο χρονικό διάστημα ώστε να τοποθετηθεί επί των θέσεων της κατηγορούσας αρχής, κατά το οποίο η κ. Χαραλαμπίδου επανέλαβε τη θέση πως πρώτη φορά εγείρονται ζητήματα δικαιοδοσίας στις μη ελεγχόμενες από την ΚΔ περιοχές υπό το φως του δημοσίου διεθνούς δικαίου.
Προσέθεσε σχετικά με το ζήτημα των περιουσιών ότι υφίσταται ένδικο μέσο με τη μορφή της Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας, στην οποία, όπως είπε, το ΕΔΑΔ αναγνώρισε τη δυνατότητα θεραπείας προς τους Ε/κ αιτητές.
Σχετικά με την προσωρινότητα των μέτρων της κατοχικής δύναμης, είπε ότι έπειτα από 50 χρόνια τουρκικής κατοχής δημιουργούνται στην καθημερινή ζωή ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν.
Απαντώντας στις παραπάνω τοποθετήσεις, η κ. Κλεόπα είπε ότι στην υπόθεση Δημόπουλος εξετάστηκε κατά πόσον η Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο θεραπείας πριν την προσφυγή στο ΕΔΑΔ, προσθέτοντας ότι η απόφαση δεν άπτεται ζητημάτων δημοσίου διεθνούς δικαίου.
Δεδομένων των ανωτέρω, η Πρόεδρος του δικαστηρίου κ. Παρπόττα είπε πως αυτό θα ανακοινώσει την απόφασή του επί των προδικαστικών ενστάσεων την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου και ώρα 11 π.μ., με τον κατηγορούμενο να παραμένει υπό κράτηση μέχρι την εν λόγω ημερομηνία.
Η υπεράσπιση υπέβαλε επίσης αίτημα κοινοποίησης προς τον πελάτη της των ιατρικών πιστοποιητικών και των αποτελεσμάτων ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υπεβλήθη ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της κράτησής του και τα οποία είχαν παρουσιαστεί στο Εφετείο.