Και τις προηγούμενες μέρες, ο διεθνής Τύπος εστίασε στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ και τις πιθανές επιπτώσεις στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή, ιδιαίτερα σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αναλυτές εξέφρασαν ανησυχίες για την πιθανή αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ, με τον Τραμπ να προτείνει μια ταχεία διακοπή του πολέμου που θα μπορούσε να επιβάλει στην Ουκρανία την παραχώρηση εδαφών. Η προσέγγιση αυτή θεωρείται από πολλούς ως επιβράβευση της επιθετικότητας της Ρωσίας και εγείρει ηθικά και στρατηγικά ζητήματα.
Παράλληλα, η Ρωσία ανακοίνωσε τροποποιήσεις στο πυρηνικό της δόγμα, αυξάνοντας τις ανησυχίες για κλιμάκωση της σύγκρουσης. Ευρωπαίοι ηγέτες εκφράζουν ενόχληση για την απουσία σαφούς καταδίκης της Ρωσίας σε διεθνή φόρα, ενώ η πιθανότητα μείωσης της αμερικανικής υποστήριξης προς το Κίεβο δημιουργεί αβεβαιότητα στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με τους ξένους αναλυτές, η στάση του Τραμπ απέναντι στο ΝΑΤΟ και η τάση προς απομονωτισμό μπορεί να αναδιαμορφώσουν τις διεθνείς συμμαχίες, ανοίγοντας τον δρόμο για αυξημένη επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Ο δυτικός Τύπος
Στο άρθρο του με τίτλο «Με τον Τραμπ να αναλαμβάνει τον αμερικανικό στρατό, ήρθε η ώρα να αλλάξουμε επιτέλους πορεία στην Ουκρανία» στην ιστοσελίδα The Hill, στις 19 Νοεμβρίου, ο Joseph Bosco, υποστηρίζει ότι ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Ντόναλτ Τραμπ κληρονομεί μια προβληματική προσέγγιση των ΗΠΑ στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που έχει εξελιχθεί σε έναν «ατέρμονο πόλεμο» δια αντιπροσώπων. Ο Μπόσκο επικρίνει την πολιτική Μπάιντεν για την παροχή περιορισμένης στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, λόγω φόβου κλιμάκωσης από τον Πούτιν, η οποία έχει οδηγήσει σε στρατηγικό αδιέξοδο. Επισημαίνει την πρόθεση του Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο μέσω μιας εκεχειρίας που θα επιβάλλει στην Ουκρανία την παραχώρηση εδαφών, θεωρώντας την ως λανθασμένη τόσο ηθικά όσο και γεωστρατηγικά, καθώς αυτή επιβραβεύει την επιθετικότητα του Πούτιν. Ο Μπόσκο προτείνει στον Τραμπ να απαιτήσει από τον Πούτιν την αποχώρηση από την Ουκρανία, την επιστροφή των βορειοκορεατικών δυνάμεων στη χώρα τους και την παροχή οικονομικής βοήθειας από την Κίνα για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Σε περίπτωση άρνησης, ο Τραμπ θα πρέπει να άρει όλους τους περιορισμούς στην χρήση δυτικών όπλων από την Ουκρανία, εκτός από πολιτικούς και πολιτιστικούς στόχους, να αυξήσει την προμήθεια πυραύλων μακρού βεληνεκούς, να επιταχύνει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και να ενισχύσει τις κυρώσεις κατά της Κίνας. Τέλος, ο Μπόσκο προτείνει στον Τραμπ να δηλώσει επίσημα την άνευ όρων υπεράσπιση της Ταϊβάν από τις ΗΠΑ για να αποτρέψει την κινεζική επιθετικότητα.
Στο άρθρο των Andrew Roth, Shaun Walker και Pjotr Sauer με τίτλο «ΗΠΑ και Ευρώπη φοβούνται κλιμάκωση του ρωσικού υβριδικού πολέμου εν μέσω πυραυλικών επιθέσεων στην Ουκρανία», που δημοσιεύτηκε στην The Guardian στις 19 Νοεμβρίου, αναφέρεται η ανησυχία των ΗΠΑ και της Ευρώπης για πιθανή κλιμάκωση του υβριδικού πολέμου από τη Ρωσία, μετά την πρώτη χρήση αμερικανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από την Ουκρανία σε ρωσικό έδαφος. Η Ρωσία, η οποία υποσχέθηκε να δώσει μια «κατάλληλη» απάντηση, έχει ήδη τροποποιήσει το πυρηνικό της δόγμα, προκαλώντας ανησυχία. Δυτικοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι η απάντηση δεν θα περιοριστεί στο πεδίο της μάχης, αλλά θα εκδηλωθεί με υβριδικές επιθέσεις, όπως σαμποτάζ, δολοφονίες στην Ευρώπη ή ενίσχυση αντιπάλων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τον Ινδο-Ειρηνικό. Η Ρωσία ενδέχεται να καθυστερήσει την κλιμάκωση ενόψει της ορκωμοσίας του Τραμπ, ο οποίος έχει απειλήσει να μειώσει τη βοήθεια στην Ουκρανία και να διαμεσολαβήσει για μια ειρηνευτική συμφωνία η οποία αναμένεται να ευνοεί τη Ρωσία. ΗΠΑ και Ευρώπη συζητούν την πιθανότητα η Ρωσία να εντείνει τις επιθέσεις σε υποδομές. Η Ευρώπη κρίνεται ως απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση του υβριδικού πολέμου, ενώ οι πρόσφατες επιθέσεις χαρακτηρίζονται ως «πλησιέστερες στην τρομοκρατία». Η Ρωσία θα μπορούσε επίσης να αυξήσει την υποστήριξη προς το Ιράν και τους συμμάχους του στην περιοχή.
«Οι ΗΠΑ επιτρέπουν στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει πυραύλους ATACMS στη Ρωσία, αλλά είναι απίθανο να αλλάξει η ισορροπία δυνάμεων», είναι ο τίτλος της ανάλυσης που δημοσιεύτηκε στην Le Monde στις 19 Νοεμβρίου. Στην ανάλυση, οι Thomas d’Istria, Chloé Hoorman, Philippe Ricard και Faustine Vincent αναφέρουν την απόφαση του Προέδρου Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να πραγματοποιήσει επιθέσεις σε ρωσικό έδαφος με αμερικανικούς βαλλιστικούς πυραύλους ATACMS. Η απόφαση αυτή, που ελήφθη λίγες εβδομάδες πριν την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, θεωρείται καθυστερημένη και περιορισμένη, έχοντας περισσότερο πολιτικό παρά στρατιωτικό αντίκτυπο. Αν και μπορεί να επιβραδύνει την ρωσική προέλαση, δεν αναμένεται να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στο πεδίο της μάχης. Η απόφαση των ΗΠΑ έρχεται σε μια περίοδο που η Ρωσία κερδίζει έδαφος στο ανατολικό μέτωπο και εντείνει τις επιθέσεις κατά του άμαχου πληθυσμού. Στην Ουκρανία, η ανακοίνωση έγινε δεκτή με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και πικρίας. Μιλώντας για την απόφαση ο στρατιωτικός εμπειρογνώμονας Γεβγέν Ντίκι είπε ότι «καλύτερα αργά παρά ποτέ», αλλά αυτή ήρθε «χίλιες μέρες αργότερα από ό,τι έπρεπε». Παρότι η Ρωσία είχε χρόνο να λάβει προφυλάξεις, ο Ντίκι εκτιμά ότι υπάρχουν ακόμη στόχοι εντός του βεληνεκούς των αμερικανικών πυραύλων. Το άρθρο θέτει επίσης το ερώτημα αν θα επιτραπεί στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει τους γαλλικούς πυραύλους Scalp και τους βρετανικούς Storm Shadow.
Στο δημοσίευμα «G20: Ο Γερμανός Καγγελάριος Σολτς εκφράζει τη λύπη του για το τελικό ανακοινωθέν», που δημοσιεύτηκε στην Deutsche Welle στις 20 Νοεμβρίου, αναφέρεται η δυσαρέσκεια του Γερμανού Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς για το τελικό ανακοινωθέν της συνόδου κορυφής της G20 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο Σολτς επέκρινε την έλλειψη σαφούς καταδίκης της Ρωσίας για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και της Χαμάς για τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Ειδικότερα, ο Σολτς εξέφρασε τη λύπη του που η G20 δεν μπόρεσε να αποδώσει ευθέως την ευθύνη στη Ρωσία για τον πόλεμο, καταδικάζοντας την «τυφλή μεγαλομανία» του Πούτιν και την επιθετική του πολιτική. Ο Σολτς υπερασπίστηκε την απόφασή του να μην παραδώσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στο Κίεβο, υποστηρίζοντας ότι η Γερμανία παραμένει ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της Ουκρανίας στην Ευρώπη, αλλά πρέπει να δρα με σύνεση. Εξήγησε ότι η παράδοση τέτοιων πυραύλων θα απαιτούσε τη συμμετοχή γερμανικών στρατευμάτων στην επιλογή στόχων εντός της Ρωσίας, κάτι που θεωρεί λανθασμένο. Τέλος, ο Σολτς εξέφρασε τη λύπη του που το ανακοινωθέν δεν αναγνώρισε το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και δεν απέδωσε την ευθύνη για την κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Χαμάς, καταδικάζοντας την τρομοκρατική επίθεση κατά του Ισραήλ. Ο Σολτς έκλεισε τονίζοντας ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις επηρεάζουν την G20 και το διεθνές κλίμα γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
Στο άρθρο του με τίτλο «Σχετικά με τη γενοκτονία, ο Τραμπ δεν θα διαφέρει από τον Μπάιντεν» στο Al Jazeera (19 Νοεμβρίου), ο Andrew Mitrovica εξετάζει την πολιτική των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, υποστηρίζοντας ότι δεν θα υπάρξει διαφορά μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ όσον αφορά την κρίση στην Μέση Ανατολή. Ο Μιτρόβιτσα επικρίνει τους New York Times που υποδηλώνουν ότι οι επιλογές του Τραμπ σηματοδοτούν μια σθεναρή φιλοϊσραηλινή πολιτική, θεωρώντας το αστείο, καθώς όλοι οι Πρόεδροι των ΗΠΑ τα τελευταία 75 χρόνια ακολουθούν μια τέτοια πολιτική. Υπογραμμίζει ότι τόσο Δημοκρατικοί όσο και Ρεπουμπλικάνοι στηρίζουν το Ισραήλ χωρίς αμφιβολία. Ο συγγραφέας επισημαίνει την ειρωνεία ότι ο Τραμπ διασκέδασε τις εντυπώσεις των Αράβων ηγετών κατά την προεκλογική εκστρατεία, αλλά θα τους εγκαταλείψει τώρα που εκλέχθηκε. Επιπλέον, αμφισβητεί την ικανότητα του Τραμπ να κατανοήσει τη Μέση Ανατολή, αναφέροντας την ιστορία των Μπους, Τσένεϊ, Ράις και Ράμσφελντ ως παραδείγματα έλλειψης γνώσης. Ο Μπάιντεν, ο Μπλίνκεν και η Τόμας-Γκρίνφιλντ συνεχίζουν την πολιτική «πρώτα σκοτώνουμε, μετά σκεφτόμαστε», υποστηρίζοντας τη γενοκτονία στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Ο Μιτρόβιτσα θεωρεί γελοίο το να εκπλήσσεται κανείς με τις επιλογές του Τραμπ για Πρεσβευτή στο Ισραήλ, Υπουργό Εξωτερικών και Πρέσβη στον ΟΗΕ. Όλοι αυτοί πιστεύουν στο «δικαίωμα αυτοάμυνας» του Ισραήλ. Δημοκρατικοί και ειδικοί εκφράζουν οργή για τις επιλογές του Τραμπ σε άλλα πόστα, αλλά η καταστροφή της Γάζας και της Δυτικής Όχθης είναι παλιό νέο. Κλείνοντας ο Μιτρόβιτσα αναφέρει ότι επιστολή Αράβων ηγετών προς τον Τραμπ για κατάπαυση πυρός θεωρείται απίθανο να αλλάξει την κατάσταση, καθώς οι Παλαιστίνιοι θεωρούνται πάντα θύτες, ποτέ θύματα.
Ο Ντάγκλας Μπλούμφιλντ, στο άρθρο του «Ο Τραμπ ακολουθεί τη ‘Θεωρία του Τρελού’ του Νίξον στην προσέγγισή του προς το Ιράν» που δημοσιεύτηκε στην Jerusalem Post στις 21 Νοεμβρίου, αναλύει τη στρατηγική του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν. Ο Μπλούμφιλντ υποστηρίζει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δανειστεί μια σελίδα από το εγχειρίδιο εξωτερικής πολιτικής του Ρίτσαρντ Νίξον, συγκεκριμένα τη «Θεωρία του Τρελού», η οποία επιδιώκει να κάνει τους αντιπάλους να πιστεύουν ότι ο ηγέτης είναι παράλογος και απρόβλεπτος, αποθαρρύνοντάς τους από προκλήσεις. Ωστόσο, ο Τραμπ, σε αντίθεση με τον Νίξον που ήταν έμπειρος και καλά ενημερωμένος, στερείται της βαθιάς κατανόησης και δεν έχει δίπλα του έναν Χένρι Κίσινγκερ. Αυτή η προσέγγιση είναι ριψοκίνδυνη, καθώς ο Τραμπ συχνά καθοδηγείται από προσωπικές δυσαρέσκειες παρά από σαφείς πολιτικούς στόχους. Ο Τραμπ απειλεί με επαναφορά σκληρών κυρώσεων, ενώ η Τεχεράνη αντιμετωπίζει σοβαρά αυτές τις απειλές λόγω της αποδυνάμωσης της οικονομίας της, της γήρανσης της ηγεσίας και της αυξημένης κοινωνικής αναταραχής. Ο Τραμπ φαίνεται να επιδιώκει τον τερματισμό των πολέμων στη Μέση Ανατολή χωρίς να ξεκινήσει νέους, ενδεχομένως για να ενισχύσει την εικόνα του και να διεκδικήσει το Νόμπελ Ειρήνης. Ο Μπλούμφιλντ καταλήγει ότι, όπως ο Νίξον πήγε στην Κίνα, έτσι και ο Τραμπ ίσως επιδιώξει μια ιστορική προσέγγιση με το Ιράν, προσβλέποντας σε μια σημαντική διπλωματική νίκη.
Ο Τύπος της Ασίας
Στο άρθρο γνώμης με τίτλο «Η ανατριχιαστική πυρηνική απειλή του Πούτιν έχει έναν στρατηγικό στόχο», που δημοσιεύτηκε στο The Sydney Morning Herald στις 20 Νοεμβρίου, ο Mick Ryan αναλύει την πρόσφατη αλλαγή στο ρωσικό πυρηνικό δόγμα, που επιτρέπει τη χρήση πυρηνικών όπλων σε συμβατικές επιθέσεις. Ο Ryan υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί η ανακοίνωση, καθώς ο Πούτιν διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου και η ρωσική στρατηγική βλέπει τα πυρηνικά όπλα ως μέσο αποτροπής της κλιμάκωσης. Ο Πούτιν χρησιμοποιεί την πυρηνική απειλή για να αποτρέψει τις ΗΠΑ από την παροχή καθοριστικής βοήθειας στην Ουκρανία και να αποφύγει την κλιμάκωση από το ΝΑΤΟ. Επιπλέον, η χρήση ρωσικών πυρηνικών όπλων εστιάζεται σε απειλές κατά της ακεραιότητας και της ύπαρξης της Ρωσίας, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Ουκρανίας. Η χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από την Ουκρανία, που έχει εγκριθεί από τις ΗΠΑ, δεν προκάλεσε πυρηνική απάντηση από τον Πούτιν. Ο Ryan υποστηρίζει ότι η ανακοίνωση του Πούτιν στοχεύει στην άσκηση επιρροής στην επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ και στην επίδειξη δύναμης σε άλλους δικτάτορες, όπως η Κίνα, που παρακολουθεί στενά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Ryan επικρίνει την αποτυχημένη στρατηγική της Δύσης στην υποστήριξη της Ουκρανίας. Αυτή η στάση ενθαρρύνει τον Πούτιν να μην δεχθεί εκεχειρία παρά μόνο υπό ευνοϊκούς όρους.
Στο άρθρο του «Πώς ο απομονωτισμός του Τραμπ θα ανοίξει πόρτες για την Κίνα», που δημοσιεύτηκε στο South China Morning Post στις 18 Νοεμβρίου, ο Sebastian Contin Trillo-Figueroa αναλύει πώς η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ θα επηρεάσει την παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή. Ο Τραμπ, υιοθετώντας πολιτικές προστατευτισμού, απομονωτισμού και εθνικισμού, έχει ως στόχο να παγώσει τον πολυμερισμό και να ανακατευθύνει τους αμερικανικούς πόρους σε εσωτερικές προτεραιότητες. Ο συγγραφέας προβλέπει ότι ο προστατευτισμός θα αποτελέσει βασικό πυλώνα της στρατηγικής του Τραμπ, οδηγώντας σε εμπορικούς πολέμους με αυξημένους δασμούς, κυρώσεις και ελέγχους εξαγωγών. Η τεχνολογική σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας θα ενταθεί και η Ευρώπη θα βρεθεί στη μέση, καθώς η Κίνα θα στραφεί προς την ΕΕ ως βασική αγορά για την ανακατεύθυνση των εφοδιαστικών της αλυσίδων. Ο απομονωτισμός του Τραμπ, σε συνδυασμό με την υπόσχεσή του να τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις στενές σχέσεις που διατηρεί με τον Πούτιν, κινδυνεύει να παραγκωνίσει την Ευρώπη, αναγκάζοντάς την να αντιμετωπίσει μόνη της την αστάθεια. Η υποστήριξή του προς το Ισραήλ και η σκληρή στάση του απέναντι στο Ιράν θα διαμορφώσουν τη Μέση Ανατολή, επηρεάζοντας το παλαιστινιακό ζήτημα. Τέλος, ο εθνικισμός του Τραμπ θα θέσει την Αμερική πάνω από τις παγκόσμιες συμμαχίες, μειώνοντας τις πιθανότητες σύγκρουσης, αλλά κινδυνεύοντας να παραγκωνίσει περιοχές όπως ο Ινδο-Ειρηνικός. Συνέπεια όλων αυτών θα είναι η δημιουργία ενός κενού στην παγκόσμια σκηνή, το οποίο η Κίνα θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί για την επίτευξη των εμπορικών και γεωπολιτικών της στόχων.
Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας
Στο «Το σχέδιο του Τραμπ», δημοσιευμένο στις 19 Νοεμβρίου στην Izvestia, ο πολιτικός επιστήμονας Ντένις Ντενίσοφ συζητά την πιθανότητα επίλυσης της ουκρανικής σύγκρουσης υπό τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ. Με την ανάληψη των καθηκόντων του εκλεγμένου Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να πλησιάζει τον Ιανουάριο του 2025, ο Ντενίσοφ εξετάζει τις πιθανές προσεγγίσεις που μπορεί να υιοθετήσει η διοίκηση προς τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Παρά τις πολυάριθμες δηλώσεις κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ έχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τη διευθέτηση. Αντί να επιδιώκει μια ολοκληρωμένη επίλυση, ο Τραμπ είναι πιθανό να προτιμήσει μια γρήγορη διακοπή ή πάγωμα των εχθροπραξιών, κάτι που ευθυγραμμίζεται με την αμερικανική αντίληψη της αποτελεσματικότητας. Αυτή η προσέγγιση αντιτίθεται στην προτίμηση της Μόσχας για πλήρη επίλυση, όπως τόνισε ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι αναμενόμενες ενέργειες από τη διοίκηση του Τραμπ μπορεί να περιλαμβάνουν προτάσεις για κατάπαυση του πυρός, δημιουργία ζωνών ασφαλείας και παύση της ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ο Ντενίσοφ προβλέπει επίσης μια ανεπίσημη αναγνώριση της προσάρτησης τεσσάρων περιοχών από τη Ρωσία, χωρίς όμως επίσημη δήλωση. Ενώ η πολιτική κυρώσεων προς τη Ρωσία μπορεί να απαλυνθεί, θα παραμείνει ως μοχλός πίεσης στις συνομιλίες ΗΠΑ-Ρωσίας. Υπάρχουν εικασίες ότι ο Τραμπ θα προσπαθήσει να μεταφέρει το βάρος της χρηματοδοτικής και στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία στους ώμους των ευρωπαϊκών εθνών. Ωστόσο, αν οι πρώτες προσπάθειες διευθέτησης δεν αποδώσουν, ο Ντενίσοφ προειδοποιεί για πιθανή κλιμάκωση που θα υπερβεί εκείνη της προηγούμενης περιόδου.
Στο άρθρο «Τι αποκαλύπτουν οι προηγούμενες δηλώσεις του Τραμπ για το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ-Ουκρανίας», που ήταν δημοσιευμένο στην ενημερωτική ιστοσελίδα Kyiv Independent στις 22 Νοεμβρίου, ο Μάρκ Τέμνιτσκι εξετάζει τις πιθανές επιπτώσεις μιας διοίκησης Τραμπ-Βανς για την Ευρώπη και την Ουκρανία. Μετά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζ. Ντ. Βανς, καθώς και την εξασφάλιση της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικανών σε Βουλή και Γερουσία, Ευρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν ανησυχίες για το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων. Ο Τέμνιτσκι αναλύει τις προηγούμενες ενέργειες και δηλώσεις του Τραμπ, οι οποίες υποδηλώνουν μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Ουκρανία. Κατά την Προεδρία του από το 2016 έως το 2020, ο Τραμπ χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ «παρωχημένο» και αμφισβήτησε τη δέσμευση των ΗΠΑ στην συλλογική άμυνα. Όσον αφορά την Ουκρανία δε, ο Τραμπ είχε εξαπολύσει αβάσιμες κατηγορίες κατά του Κιέβου στο παρελθόν τις οποίες διατήρησε και ενίσχυσε κατά την προεκλογική του εκστρατεία για το 2024. Επιπλέον, ο Τραμπ υποσχέθηκε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Τζ. Ντ. Βανς συμμερίζεται αυτές τις απόψεις, υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη πρέπει να διαχειρίζεται τα δικά της ζητήματα ασφάλειας χωρίς την αμερικανική παρέμβαση. Με τους Ρεπουμπλικανούς να ελέγχουν το Κογκρέσο, ο Τραμπ και ο Βανς αναμένεται να βρουν υποστήριξη για τις απομονωτικές τους πολιτικές. Κλείνοντας, ο Τέμνιτσκι αναφέρει ότι η διοίκηση Τραμπ-Βανς πιθανόν θα μειώσει την αμερικανική εμπλοκή στο ΝΑΤΟ και τις ξένες συγκρούσεις, αφήνοντας την Ευρώπη και την Ουκρανία να αντιμετωπίσουν μόνες τους την ρωσική επιθετικότητα.
Πηγή: ΚΥΠΕ