«Σταθμός του απείρου η καρδιά μας. Χαρά, χαρά. Δεν μας νοιάζει τι θα αφήσει το φιλί μας μέσα στο χρόνο και το τραγούδι. Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε…»
Εαρινή Συμφωνία
Γιάννης Ρίτσος. Ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης, ο ποιητής που ύμνησε τον άνθρωπο, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, ο ποιητής της πέτρας και του φωτός, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης.
«Απλώς γράφω γιατί δεν μπορώ να μην γράφω.»
Θα γεννηθεί την πρωτομαγιά του 1909 στην Μονεμβασιά και από τα πρώτα του κιόλας χρόνια θα βρεθεί αντιμέτωπος με στερήσεις και απώλειες. Πρώτα η οικογένεια θα γνωρίσει την οικονομική εξόντωση και αργότερα, μέσα σε τρεις μόλις μήνες θα χάσει αδελφό και μητέρα από φυματίωση.
1924, σε ηλικία 15 ετών θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο περιοδικό «Η διάπλασις των παίδων» με το ψευδώνυμο ιδανικό όραμα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1926, θα γραφτεί στην Νομική Σχολή αλλά δεν θα φοιτήσει ποτέ. Σε ηλικία 17 ετών θα κάνει την πρώτη του αιμόπτυση, θα λάβει τη διάγνωση για φυματίωση και θα νοσηλεύεται για τα επόμενα τρία χρόνια.
«Και από τότε άρχισε η ασυνείδητη και συνειδητή πάλη με τον ίδιο το θάνατο. 2:17 Λοιπόν είχα αυτό το ευτύχημα, ότι για τρία χρόνια όντως φυματικός να μην έχω καμία απασχόληση, να μην δουλεύω, και να είμαι αποκλειστικά με την ποίηση.»
1934. Θα γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και θα εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Τρακτέρ.
9 Μαΐου 1936. Βρισκόμαστε στις αιματηρές ταραχές από τη μεγάλη καπνεργατική απεργία της Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα καταμεσής του δρόμου μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της.
Στο πρωτοσέλιδό της η εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσιεύει μια εικόνα, τον θρήνο μιας μάνας, που ο Ρίτσος θα εκφράσει με τον πιο λυρικό τρόπο.
Θα κλειστεί στη σοφίτα του και για δυο μερόνυχτα, χωρίς φαγητό και ύπνο και θα γράφει. Θα γράφει ένα από τα πιο εμβληματικά ποιήματά του. Τον Επιτάφιο.
«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
Επιτάφιος
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»
Θα εκδοθούν 10,000 αντίτυπα και τα τελευταία 250, με τη δικτατορία του Μεταξά, θα καούν στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
«Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις» θα γράψει αργότερα ο Κωστής Παλαμάς για τον Γιάννη Ρίτσο και έκτοτε, δεν θα σταματήσει ποτέ να γράφει από όπου κι αν βρίσκεται, φυλακές, εξορίες ή κατάκοιτος.
Από το 1948 μέχρι το 1952 θα γνωρίσει εξορίες στη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Άη Στράτη.
3 Μαρτίου 1957. Η θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου, θα δώσει στον Ρίτσο άλλη μια αφορμή για να δοξάσει τους αγώνες για ελευθερία. Δύο ημέρες μετά, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης θα γράψει τον «Αποχαιρετισμό».
”Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα, πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη ” Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α “
Αποχαιρετισμός
Θα βρεθεί ξανά στην εξορία, αυτή τη φορά από τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Εκεί θα διαπιστωθεί ότι πάσχει από καρκίνο. Θα χειρουργηθεί και θα τον στείλουν στη Σάμο, σε κατ΄οίκον περιορισμό.
Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα, είναι η ειρήνη.
Το 1977 θα παραλάβει το βραβείο Λένιν για την ειρήνη και τη φιλία των λαών.
«Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδερφέ μου από τον κόσμο, εμείς τραγουδάμια για να σμίξουμε τον κόσμο.»
Καπνισμένο Τσουκάλι
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Σονάτα του Σεληνόφωτος
Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
11 Νοεμβρίου 1990, «αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», ξημέρωμα Κυριακής, ο Γιάννης Ρίτσος θα ταξιδέψει πέρα από τον ορίζοντα, θα «χαράξει δρόμους στο φως» και «η φωνή του θα γίνει πέτρα για να την ακούσουν οι άλλοι».
«Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο˙ υπάρχω˙ υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση….»